κεφάλαιο 1

118 8 2
                                    

Οι μεγάλες πόρτες της εισόδου άνοιξαν διάπλατα με μία κίνηση του χεριού μου. Περπατούσα με αργά βήματα στη μέση του διαδρόμου. Κατευθυνόμουνα στο γραφείο του διευθυντή του πανεπιστημίου μας. Προσπερνώντας τους φοιτητές που είχαν γυρίσει να με κοιτάζουν όλοι άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα με κατεύθυνση τον δεύτερο όροφο. Έφτασα μπροστά στην πόρτα του γραφείου και μπήκα μέσα ανενόχλητη.
Διευθ. - Καλός την. Σε περίμενα.
Εγώ - Τι με θέλετε κύριε?
Διευθ. - Άκουσα ότι την ώρα του μαθήματος χθές κάποιος έβαλε φωτιά στις κουρτίνες. Και με κάποιον τρόπο δια μαγείας, είσαι η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά.
Εγώ - Κύριε διευθυντή, τι σας κάνει τόσο σίγουρο?
Διευθ. - Είσαι πολύ συχνή επισκέπτρια τελευταία.
Εγώ - Ώστε έτσι...
Θύμωσα και μόνο καπνοί δεν βγήκαν από τη μύτη μου. Άνοιξα την πόρτα και έκλεισε πίσω μου με δύναμη μόνο της σκέψης μου. Κατέβηκα τη σκάλα για άλλη μία φορά και μπήκα στην αίθουσα που είχα μάθημα. Ο καθηγητής με κοίταξε απειλητικά.
Καθηγ. - Αλίσια, γιατί νωρίς σήμερα?
Εγώ - Απαγορεύεται κύριε?
Καθηγ. - Τι πρόβλημα προκάλεσες πάλι?Για να έρχεσαι εσύ σχετικά στην ώρα σου πάει να πεί ότι ο διευθυντής πάλι σε κάλεσε στο γραφείο του.
Εγώ - Ίσως...και να έγινε έτσι όπως τα λέτε. Μπορώ να κάτσω τώρα ή θα συνεχίσετε την ανάκριση?
Στο επόμενο λεπτό αφού έκατσα στη θέση μου ο Λόραν με κοιτούσε επίμονα. "Τι?" του έκανα νόημα. Δεν απάντησε πίσω κι έτσι τον αγνόησα. Συνέχιζε να με κοιτάει σαν να ήθελε κάτι να μου πεί. Από τα νεύρα μου έσφιξα τις γροθιές μου και εκείνος άρχισε να πνίγεται. Από μέσα μου μουρμούριζα ένα από τα πρώτα ξόρκια που είχα μάθει. Και από τα αγαπημένα μου. Όταν πρώτο έπνηξα άνθρωπο ήμουν 12. Αυτό το ξόρκι με έχει σώσει πολλές φορές. Όλοι είχαν μαζευτεί από πάνω του και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι του συμβαίνει. Εγώ είμουν η μόνη απαθής και επειδή τον λοιπήθηκα ξέσφηξα τη γροθιά μου. Πήρε μία ανάσα κατευθείαν και έπιασε το λαιμό του προσπαθόντας να ξαναβρεί το σφυγμό του ο οποίος είχε σχεδόν σταματήσει. Μου έριξε μία ματιά και γύρισε σωστά στην καρέκλα του. Όλοι επέστρεψαν στις θέσεις τους αφού βεβαιώθηκαν ότι είναι εντάξει. Το μολύβι μου σηκώθηκε μόνο του και άρχισε να γράφει στο τετράδιό μου.
"Εμείς δεν τελειώσαμε. " έγραψε ο Λόραν προϊδοπιόντας με. Χαμογέλασα και το κοίταξα με ειρωνία. Τότε και το δικό του μολύβι σηκώθηκε και άρχισε να γράφει στο δικό του τετράδιο. "Θα το μετανιώσεις πικρά που τα έβαλες μαζί μου. " του έγραψα κι εγώ. Εκείνος πιάνοντας τον λαιμό του μου έρηξε μία τελευταία ματιά. Το μολύβι του ξανά ανηψώθηκε στον αέρα και συνέχισα να γράφω στο τετράδιό του τηλεπαθητικά. " Και αυτό είναι μόνο η αρχή. " έγραψα τελειώνοντας.
Το μάθημα τελείωσε γρήγορα και βγήκα αμέσως από την τάξη.[Βαριέμαι αφόρητα τη σχολή αλλά την ανέχομαι λόγω των γονιών μου. Μόνο επειδή μου το ζήτησαν και ήθελαν να έχω μία υποτιθέμενη φυσιολογική ζωή. Κατά τα άλλα μισώ το πανεπιστήμιο. Πάντα μισούσα το σχολείο, πόσο μάλλον το πανεπιστήμιο.]
Στο τέλος της μέρας πήγαινα πάντα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Είχε πεθάνει εδώ και χρόνια αλλά σε αυτό το σπίτι πρώτο έμαθα την αλήθεια για το ποιά είμαι.

Έφτασα στο διαμέρισμά μου και πήρα το μεγάλο βιβλίο με τα ξόρκια στα χέρια μου. Άνοιξα την πόρτα της αποθηκούλας ώστε να μπορώ να σχεδιάσω στο πάτωμα ένα πεντάλφα. Διάβασα το ξόρκι με το οποίο άνοιγες πύλες μεταφοράς. Μόλις έκλεισα την πόρτα και την ξανά άνοιξα πέρασα μέσα της και βρέθηκα στη μέση του δάσους όπου βρισκόταν το σπίτι της γιαγιάς μου. Με δύο χτυπήματα των χεριών μου ανηψώθηκα στον αέρα και χωρίς τα πόδια μου να έρχονται σε επαφή με το έδαφος προχωρούσα με προορισμό το σπίτι.[Κάθε φορά που πηγαίνω στο σπίτι επικοινωνώ με τα πνεύματα. Κάτι που μου είχε μάθει η γιαγιά μου. Δυστυχώς δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί της γιατί δεν είχε αφίσει τίποτα χωρίς να έχει λυθεί πίσω της στη γή. Τίποτα ανεκπλήρωτο ή ανοιχτούς λογαριασμούς με το διάβολο. Όπως πιστεύω ότι δεν θα κατορθώσω εγώ.] Βρήκα το σπίτι και τα πόδια μου ήρθαν σε επαφή με το έδαφος πρίν την είσοδο. [Έχω και τρόπους τρομάρα μου...] Πήρα μία βαθυά ανάσα και μπήκα στο 'στοιχειωμένο' σπίτι όπως θα έλεγε και ένα μικρό παιδί άμα βρισκώταν εδώ. Αφού έβγαλα τα παπούτσια μου μόλις μπήκα από την πόρτα και είχα μείνει μόνο με τις κάλτσες, διέσχισα το μεγάλο διάδρομο για να φτάσω στο καθιστικό. [Πολή σκόνη ρε παιδί μου. Πρέπει να καθαρίσω!] Η μαύρη γάτα της γιαγιάς ήταν ακόμη εκεί.


Με κοιτούσε με ανιπομωνισία να τη χαϊδέψω

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Με κοιτούσε με ανιπομωνισία να τη χαϊδέψω. Την πλησίασα και την πήρα στα χέρια μου.
Εγώ - Έτσι είσουνα πάντα... Χαδιάρα!
Τριβόταν πάνω μου για αρκετή ώρα αλλά εγώ την κατέβασα από την αγκαλιά μου για να αρχίσω τις δουλειές και μετά να επικοινωνήσω με τα πνεύματα. Μόλις τελείωσα με το καθάρισμα και τις προετοιμασίες για την επικοινωνία μου με τον άλλο κόσμο δύο δυνατά χτυπήματα στην πόρτα με έκαναν να γυρίσω απότομα να κοιτάξω. Έσβησα τα κεράκια και πήρα το βιβλίο με τα ξόρκια μαζί μου εκεί που κρύφτηκα. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και περίμενα κρυμένη να δώ ποιός είναι. Τα βήματα ακόυγονταν αργά στο πάτωμα να με πλησιάζουν.

Κοίτα μπροστάWhere stories live. Discover now