1.

133 12 2
                                    


Τον γνώρισα... Τυχαία..
Δεν περίμενα πως θα τον λατρέψω, πόσο μάλλον να τον αγαπήσω...
Εκείνος;
Ήταν τόσο πληγωμένος...
Δεν το έδειχνε όμως.
Ανταλλάξαμε -  θυμάμαι - μια ματιά.
Με κοίταξε καλά καλά. Κοίταξα αλλού πριν προλάβω να κοκκινησω και καταλάβει ότι κάτι τρέχει.

Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο ήταν πάντα δίπλα μου...
Πάντα θα τον έβλεπα τυχαία κάπου.
Στο πάρκο ενώ καθόταν στο 'παγκάκι του'  ενώ κάπνιζε,
Στην δουλειά μου, και στο ρακομελαδικο όπου πήγαινα για να ξεχάσω.
Πάντα τον έβλεπα.
Με παρατηρούσε από μακριά. Χωρίς να πάρει το επίμονο βλέμμα του από πάνω μου.
Καθόταν πάντα μόνος του.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω αν είχε παρέα ή όχι...

Μια φορά όταν ήμουν στο ρακομελαδικο, όταν βγήκα από την τουαλέτα σκόνταψα πάνω σε κάποιον. Όταν περίμενα πως θα πέσω και θα γίνω ρεζίλι... Ένιωσα δύο μεγάλα χέρια στην μεση μου.
Τα μάτια μου κοίταξαν το αγόρι από πάνω μέχρι κάτω.
Μόλις έφτασα στα μάτια του...
Κατάλαβα αμέσως πόσο θα δυσκολευτω να ξεχάσω αυτό που μόλις έγινε.
"Συγνώμη... " ψελλισα.
Δεν απάντησε. Απλά εγνεψε.
" Εμ... Να πηγαίνω κι εγώ... " είπα κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Μέρες ολόκληρες τον σκεφτόμουν. Είχα να τον δω από εκείνη την μέρα.

" Ιωάννα... Εϊ! " άκουσα την Πολίνα.
" Ναι;  τι έγινε; " ρώτησα.
" Τι έχεις;  Μαλωσες με τον Πέτρο; "  Ο Πέτρος!
Τον είχα ξεχάσει.
" Τι;  Όχι απλά έχω καιρό να τον δω. " ήθελα να χωρίσω αλλά μου ήταν δύσκολο.
" Ωραία γιατί είναι εδώ και σε κοιτάζει περίεργα. " του έριξα μια ματιά.
Ή τώρα ή ποτέ. Σκέφτηκα.
" Πάω να του μιλήσω "

" Πέτρο, πρέπει να μιλήσουμε"
"Πάλι καλά που με θυμήθηκες Ιωαννα" είπε θυμωμένος.
"Κοίτα είχα πολλά θέματα να λύσω... Έκατσα όμως και το σκέφτηκα.. Θέλω να χωρίσουμε. "
" Χαίρομαι. Κι εγώ αυτό ήθελα να σου πω. Είσαι στον κόσμο σου. Δεν σε ενδιαφέρει τίποτα και κανένας. Τέλος πάντων... Σου εύχομαι τα καλύτερα. Ελπίζω να βρεις έναν τύπο που θα είναι στον κόσμο του. Όπως εσύ. Γειά σου. " είπε κι έφυγε.
'καλά πήγε. καμιά φασαρία.'
Σκέφτηκα.

Όλο το απόγευμα δούλεψα. Το βράδυ μόλις τελείωσα την δουλειά περπατησα μέχρι το σπίτι. Τότε σηνειδητοποιω πως δεν έχω τα κλειδιά μου αλλά ούτε και το κινητό μου.
Τα είχα ξεχάσει στην δουλειά. Περπατησα μέχρι το μαγαζί αλλά ο Κώστας είχε κλείσει.
Λεφτά δεν είχα πάνω μου οπότε δεν είχα που να πάω.
"Γαμω την τρέλα μου!" 
ΞεΦυσηξα.
"Κοπέλες σαν εσένα δεν θα έπρεπε να είναι μόνες στον δρόμο τέτοια ώρα ξέρεις.. "
Γύρισα και ήταν εκείνος.
" Εμ έχω κλειδωθεί απ έξω.. Χωρίς τηλέφωνο και λεφτά.. "
Είπα.
" Μάλιστα... Ελα μαζί μου αν δεν θες να σε βιάσει κανένας πορνογερος. " είπε και προχώρησε.
" Μα δεν σε ξέρω καν! " φώναξα.
" Δεν χρειάζεται να με μάθεις μικρή. Απλά θα σε φιλοξενήσω και αύριο το πρωί θα φύγεις. Τέλος η υπόθεση."
Είπε απότομα.
Σταμάτησε να περπατάει όταν έφτασε μπροστά σε μια ωραία μηχανή. Ήταν από εκείνες τις μαύρες τις μεγάλες.
"Θα ανέβεις; " ρώτησε και εγνεψα.
Ανέβηκα και τυλιξα τα χέρια μου γύρω από την μέση του.
"Κρατήσου"  τον άκουσα να λέει και ξεκινήσαμε.

Ένιωθα τόσο ελεύθερη και ζωντανή πάνω στην μηχανή.
Ακουμπησα το κεφάλι μου στην πλάτη του και η κολόνια του γέμισε τα ρουθούνια μου.
Ήμουν μαζί του... Αυτό κι αν ήταν κάτι τελείως απρόβλεπτο..

Μάρκος Where stories live. Discover now