Κεφάλαιο 9 - Αλιάνα

606 87 85
                                    


Δεν ήξερα πόσες εποχές, πόσα φεγγάρια, πόσοι ήλιοι είχαν περάσει από τότε. Δεν ήξερα που ήμουν. Περιφερόμουν άσκοπα σε όλη τη γη. Πήγαινα παντού για να γεμίσω το κενό μου. Έμαθα να καταλαμβάνω άτομα και να ζω μέσα από το σώμα τους. Μα η συμπεριφορά τους άλλαζε μετά την εξαφάνιση της ψυχής τους. Το σώμα τους σάπιζε και πριν το καταλάβω πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο. Έσπερνα παντού το χάος. Οι φωνές στο μυαλό μου δεν με άφηναν να ησυχάσω.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Δεν ένιωθα τίποτα.
Σκότωνα ανελέητα.
Τα αόρατα χέρια μου έμεναν πάντα καθαρά. Χρησιμοποιούσα άλλα σώματα για να θανατώνω όσους και όποιους ήθελα. Οι περισσότεροι ήταν μεθύστακες ή άντρες που χτυπούσαν τις γυναίκες τους. Δολοφόνοι και κλέφτες. Γυναίκες που παρατούσαν τα μωρά τους επειδή δεν μπορούσαν να τα φροντίσουν. Μητέρες που κακομεταχειρίζονταν τα παιδιά τους. Οικογένειες που τα πουλούσαν. Δεν άντεχα τον πόνο εκείνων των αθώων ματιών τους. Τους έδινα μια ευκαιρία να ζήσουν καλύτερα. Ελεύθερα. Και όλα κατέληγαν στην ασιτία και ύστερα τον θάνατο ή την δουλεμπορία. 

Ο κόσμος άλλαζε σιγά σιγά και βρισκόμουν πάντα εκεί να τον παρατηρώ. Βρισκόμουν παρούσα σε κάθε εξέλιξη. Ταξίδεψα μακριά, μέχρι το τέλος του κόσμου. Έτσι πίστευαν. Ότι ο κόσμος τελείωνε, μα εκείνος απλωνόταν και συνέχιζε να εκτείνεται μακριά από τα μάτια μου. Ηλίθια ανθρωπάκια. Αγνοούσαν τα πάντα γύρω τους και πίστευαν σε δεισιδαιμονίες. Εξαρτώνται από τους θεούς. Μα θεοί δεν υπάρχουν. Αν υπήρχαν θα με είχαν σώσει. Δε θα μου έπαιρναν την οικογένειά μου.

Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν στο βασίλειο της Ινάλ. Μετά από καιρό είχα αποφασίσει να το επισκεφθώ ξανά, γνωρίζοντας πως δεν ήμουν ευπρόσδεκτη. Δεν είχαν αλλάξει δυο εποχές, όταν άρχισα να θερίζω τον λαό της Ινάλ. Οι γέροντες του μεγάλου ιερού ήταν ο επόμενος στόχος μου. Άλλοι ψεύτικοι θεοί. Με περίμεναν και προσπάθησαν να με καθησυχάσουν, να με ηρεμήσουν και να με κλειδώσουν στον λίθο της ζωής. Δεν τα κατάφεραν. Το μόνο που έκαναν ήταν να με θυμώσουν περισσότερο.

 Οι άνθρωποι του βασιλείου ήταν κατάξανθοι και το δέρμα τους ηλιοκαμένο. Είχαν πανέμορφα γαλανά μάτια και ήταν πολύ εύθυμοι. Κατέλαβα το σώμα μιας γυναίκας, χωρίς να διαγράψω την ψυχή της και έμαθα πως ο βασιλιάς της Ινάλ θα ετοίμαζε μεγάλο γλέντι για τον ερχομό του νέου του παιδιού. Είχε γεννηθεί η πριγκίπισσα Άιλις, το πρώτο θηλυκό παιδί του βασιλιά. Ήθελα να δω το μικρό αυτό παιδάκι. Ο μοναδικός τρόπος ήταν να μπω ως φύλακας μέσα στο κάστρο. Σαν μαία και παραμάνα δε θα κατάφερνα να κρυφτώ. Ο βασιλιάς έλεγχε διπλά το προσωπικό του. Πέταξα από άνθρωπο σε άνθρωπο και κατάφερα να πλησιάσω ύστερα από λίγο τον πιο ικανό φρουρό. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας που οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν με σεβασμό και τον θαύμαζαν. Ο βασιλιάς με διέταξε να σταθώ μέσα στο  δωμάτιο της δεύτερης ερωμένης του για να ανταποκριθώ εγκαίρως σε οποιαδήποτε πρόβλημα ή επίθεση. Και έτσι έκανα. Όχι για να τον βοηθήσω, μα για να προστατέψω το μωρό από μια επίθεση που δεν έγινε κατά εκείνου. Όχι...το μωρό ήταν η τέλεια ευκαιρία για ένα θάνατο. Τον πρώτο που δεν ήρθε από το χέρι μου.

Η αθάνατη ψυχή (Η Νεκροφιλημένη, #2)Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon