κεφάλαιο1 φευγουμε.

86 6 3
                                    


Να φύγουμε ,να παμε στο νησι για ποσο για παντα ? πολλές οι ερωτησεις μου μα απάντηση καμμια,μια σιωπή μια βουβαμάρα απλώθηκε ξαφνικα γυρω απο το τραπέζι,ο πατερας υψωσε το βλεμμα του και με κοιταξε κατάματα ,ναι ματια μου θα φυγουμε κ αυτη τη φορα δεν θα ειναι μονο διακοπές,θα ειναι σχεδον μονιμο,εχουμε πολεμο καρδια μου πλησιάζει κ εμας, κανεις δεν μπορει κ δεν πρεπει να μεινει αμέτοχος,με εσας στο νησι θα ειμαι πιο ησυχος,τι ενοεις με εμας στο νησι πατερα? εσυ που θα εισαι,δεν θα εισαι μαζι μας?ο πατερας μουστα 42 του, ενας ομορφος ψηλός ανδρας με μαυρα ματια κ μαυρα σαν τον έβενο μαλλια,χερια δυνατά άξια που καταπιάνονταν με πολλα γυρισε και κοιταξε την μητερα μου,την Νικη του οπως την αποκαλούσε,μια γυναικα ομορφη ψηλη μελαχρινη με δυο υπεροχα καστανοπρασινα ματια τα οποια ειχα κ εγω κληρονομήσει,τοση ωρα σκυφτή,να μην δει κανεις τα δακρυα που με πολυ κοπο συγκρατουσε,σηκωσε το βλεμμα της πηρε μια βαθεια αναπνοή και του χαμογελασε γλυκα πνίγοντας τον πονο και την θλιψη της.Ανεμωνη μου μου ειπε τον πατερα σου τον εχουν επιστρατέψει θα πρεπει σε λιγοτερο απο 48 ωρες να παρουσιαστει στο γενικο επιτελείο του στρατου,για αυτο και θα πρεπει να φυγουμε ολοι μαζι σημερα κιολας, τα πραγματα μας ειναι σχεδον ετοιμα μεχρι το βραδυ θα πρεπει να εχουμε φτάσει απο τον Πειραια στο νησι ,να μπορεσουμε να τακτοποιηθουμε ωστε μετα ο πατερας σου να γυρισει κ να μπορεσει να παρουσιαστει χωρις να εχει κ εμας  στην εγνοια του.

Πόλεμος μια λέξη που μεσα της περικλείει τα παντα ,τον πόνο ,την θλιψη,την πεινα την δυστυχία , τον θάνατο,κ ομως αιωνες τωρα οι ανθρωποι επιμένουν να πολεμουν γιατι?Οι ωρες πέρασαν ηρθε το απογευμα, εγω με την βοήθεια του μικρου μου αδελφου του  Μανωλη ειχα προλάβει να ετοιμάσω τα πραγματα μου,κ να που τωρα στεκομασταν ολοι ορθιοι κ σιωπηλοι στην αποβάθρα του λιμανιου κοντα στο καραβι που θα μας μετεφερε στο νησι μας,τοπο καταγωγης του πατερα μου ,απο την πλευρά του παππου μου,ενα μερος το οποιο ολα τα παιδια λατρευαμε κ που εκει ειχαμε περασει αμετρητα καλοκαιρια της παιδικης μας ηλικίας ,λες κ δεν ημασταν ακομη παιδια ?στα 16 μου χρονια μια εφηβη με το μυαλό μου γεματο ονειρα κ φουμαρα οπως πολλες φορες κοροιδεύοντας μου ελεγε ο μεγαλυτερος αδελφός μου ο Χρηστος που τωρα στεκονταν και αυτος σιωπηλος διπλα στον πατέρα μας κοιτοντας την θαλασσα που τοσο αγαπουσε,κ που λες πως κρατουσε ολες της απαντησεις απο χιλιαδες αναπάντητα ερωτηματα καλα  κρυμμένα στο βυθο της.

ΟΜΕΡΤΑWhere stories live. Discover now