κεφάλαιο 3 Στο νησι..

20 4 1
                                    

Επιτέλους φτάσαμε στο νησι,δεν είχε ακόμα καλα, καλα ξημερώσει ο κοσμος στο λιμάνι λιγοστός και μουδιασμένος,σε αντιθεση με τον καιρό που μαρτυρούσε το ξεκινημα μιας ζεστής και ηλιόλουστης μερας.

Στο βάθος διέκρινα τον κυρ Μιχάλη ο οποίος με την γυναικα του την κυρία Ειρηνη,το ρινάκι οπως χαιδευτικά την αποκαλούσε ο πατέρας ηταν οι στυλοβάτες του σπιτιου,ψυχοκόρη της γιαγιάς το ρινάκι την πηρε κοντά της μικρό κοριτσι ορφανό ,την μεγαλωσε σαν να ήταν δικο της παιδί και στο τελος την παντρεψε με το Μιχάλη ,που ηταν μελος του πληρώματος του παππου Αντωνη,απο τους λιγους που γλίτωσαν απο το φοβερο εκείνο ναυάγιο που στοιχισε την ζωη του παππου αλλα κ του μεγαλύτερου αδελφου του ,του θειου Δημήτρη του πατέρα της Αγνής,εζησε να το δει και αυτο η γιαγια μου τελικα.

Την εποχή εκεινη ο πατερας μου βρισκόταν ακομα στην Αθηνα σπουδαζε και ο χαμός του παππου κ του θειου ,καθως και το γεγονός πως ουτε στην κηδεια τους δεν κατάφερε να ειναι το έφερε ακομα βαρέως ,ετσι στο νησι παρέμεινε μόνη πλέον η γιαγια με την Ειρηνη  και τον Μιχαλη,χρόνια μετα ηρθε να προστεθεί στην οικογενεια και η κορη του ζευγαριου η Αννουλα δυο χρονια περίπου μικροτερη απο τον Χρήστο και κρυφα ερωτευμενη μαζι του απο τοτε που θυμαμαι τον εαυτό μου.

Νυσταγμένοι κουρασμένοι , ταλαιπωρημένοι ανεβήκαμε σιωπηλοι στο κάρο που θα μας μετέφερε στο σπιτι το οποιο βρισκόταν  περιπου εικοσι λεπτα μακριά απο το λιμάνι ,ενα παλιο αλλα επιβλιτηκο αρχοντικο πνιγμένο στα λουλουδια με υπέροχη θεα  απο παντου προς την θάλασσα,εκει θα μας περίμενε και η θεια Αγνή οπως με χαρα μας πληροφόρησε η μητέρα μου,μετα την δικη μας απόφαση να εγκαταλειψουμε την Αθηνα δεν την κρατουσε κανένας και τιποτα στην πρωτευουσα ,ειχε φτάσει δυο μερες νωριτερα ωστε να βοηθήσει την Ειρηνη στην προετοιμασία του σπιτιου,μας αγαπουσε η θεια Αγνη και μας ενιωθε δικά της παιδια ,καθως η ιδια παρα τα νιάτα και την ομορφία της δεν ειχε κανει οικογένεια,πολλες φορες ειχα ακουσει την μητέρα μου να λεει πως η πραγματικη αιτια ηταν ενας ερωτας μεγαλος που ακομα βασάνιζε την θεια μου.

Το σπιτι ηταν διωρφο και αποτελούνταν, κατω απο μια μεγαλη σαλα που συνέχιζε σε ενα μεγαλο κ ευρυχωρο σαλόνι, κουζινα που θα ζηλευε και ο καλύτερος σεφ των ακριβων εστιατορίων του Παρισιου ,οπως ελεγε γελώντας ο πατέρας μου, το γραφείο του παππου στο οποιο μετα απο παρακληση της γιαγιας λιγο πριν κλείσει τα ματια της για να παει να τον συναντήσει κανεις δεν ειχε αλλάξει το παραμικρο,στον επανω όροφο υπηρχαν πεντε κρεβατοκάμαρες  δυο μπάνια και ενα μικρο σαλονακι ησυχαστήριο με θεα το απέραντο γαλαζιο,η ειρηνη με τον μιχαλη κατοικουσαν χρονια τωρα στην πισω προεκταση του σπιτιου, δωρο της γιαγιας για τον γαμο τους ωστε να μπορουν να εχουν την ησυχια τους τις ωρες της ξεκούρασης ,στο υπογειο υπηρχε το κελαρι και μια μεγάλη αποθηκη με προμήθειες αρκετες να θρεψουν την οικογένεια για καιρο,καθως και μια μυστικη εξοδος επτασφράγιστο μυστικο μεταξυ των μελών της οικογένειας που οδηγουσε στην πισω μερια του νησιου .

Αφου τακτοποιηθήκαμε ο καθένας στο δικο του δωματιο προσπαθήσαμε μετα απο την προτροπή του Μιχαλη να ξεκουραστουμε λιγακι, δεν ειχε ακομα ξημερωσει και σε λιγο θα ξυπνουσε την Ειρηνη για να μας ετοιμασει πρωινο,ο πατερας μου θα επρεπε το απογευμα της ιδιας κιόλας μερας να επιστρέψει με το πλοιο πισω στην Αθήνα,ξαπλωσα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να κλείσω για λιγο τα ματια, οι ομιλίες ομως απο την κρεβατοκάμαρα των δικων μου που βρισκονταν ακριβως διπλα ,μου κινησαν την περιέργεια,πλησίασα και ακουσα την μανα μου να κλαίει ματαια ο πατέρας μου προσπαθουσε να την ηρεμήσει ,σωπα καρδια μου μην κλαις θα σου γραφω οσο πιο συχνα μπορω για να μαθαινεις τα νεα μου,θα προσπαθησω ισως και να ξανάρθω θελω να σταθεις δυνατη για τα παιδια,αφηνω στο ποδι μου τον Μιχαλη που τον εχω σαν αδελφο και ξερω πως θα κανει οτιδηποτε χρειαστει,ο Μιχαλης ειχε χασει τα δυο δακτυλα του δεξιου του χεριου κατα το ναυαγίο παρεμενε ομως ενας πολυ γοητευτικος ανδρας 17 χρονια παντρεμένοι και η ειρηνη τον κοιτούσε ακομα κ ελιωνε.

Μην φυγεις αγαπη μου μην μας αφήσεις συνέχισε η μητέρα μου πρωτη φορά που χωρίζει η οικογένεια μας και φοβαμαι,δεν γινεται αυτο Νικη μου και το ξέρεις οι εξελίξεις τρέχουν οι ιταλοί θα κανουν οπου να΄ναι αυτό που ολοι περιμένουμε,η μητερα μου ομως δεν τον ακουγε δεν ηθελε να τον ακουσει ,ελα κοντα μου κοριτσι μου ελα να σε αγκαλιασω να παψει η θυελλα μεσα μου ,φιλα με σφιξε με εχω αναγκη να σε νιωσω του ειπε εκεινη,να παρω δυναμη απο την δυναμη του κορμιου σου,λιγη ωρα αργοτερα το μονο που ακουγονταν ηταν το ελαφρυ τρίξιμο του κρεβατιου,απομακρυνθηκα και πλησιασα στο παραθυρο,σκέφτομουν την φυγη του πάτερα το αυριο,μια νεα μερα θα ξημερωνε στο νησι κανεις δεν θα μπορουσε πλεον να ανατρέψει το πεπρωμένο το γραμμένο ,ενα δακρυ κυλησε απο τα ματια χωρις να το καταλαβω χωρις καν να μπορω να το σταματήσω.



ΟΜΕΡΤΑWhere stories live. Discover now