Το επόμενο πρωί η ντίβα είχε eyeliner πασαλειμμένο μέχρι και στο σαγόνι. Το μαλλί κάτι μεταξύ σε αφάνα και ξεσκονόπανο και ένιωθα λες και το κεφάλι μου είχε καταπατηθεί από ελέφαντες που έκαναν παρτούζα. Σηκώθηκα, έβγαλα τα χθεσινά και όπως ήμουν μπήκα για μπάνιο. Σιχαινόμουν να μυρίζω ιδρώτα και αλκοόλ. Γενικά σιχαινόμουν να μυρίζω κάτι πέρα από καθαριότητα και το αγαπημένο μου άρωμα. Χώθηκα στο ντουζ, άνοιξα το νερό έτσι που σχεδόν να καίει και το άφησα να πέφτει πάνω μου με πίεση. Κοίταξα τα υγρά πλακάκια της ντουζιέρας και μου ήρθε στο μυαλό η χθεσινή βραδιά. Τι ήταν αυτό; Τι ήταν καν αυτός;
Σα να βγήκε από καμία ταινία. Τα χέρια του, οι φλέβες του που πεταγόνταν, οι γωνίες του προσώπου του... Τα μάτια του, τόσο σκοτεινά, υπνωτιστικά. Γλίστρησα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα πόδια μου και στηρίχτηκα στον τοίχο. Με ερέθιζε η σκέψη του και μόνο. Δε με ένοιαζε τίποτα για λίγο. Αυτό είναι το ωραίο με την ηδονή. Για λίγο σε κάνει να μη σε νοιάζει τίποτα. Η ανάσα μου τάχυνε, έβγαιναν φωνούλες και ήταν λιγάκι αστείο, ομολογώ, αυτός θα γέλαγε. Και ξεπλύθηκα. Τίποτα σπουδαίο κι αυτό, ρουτίνα. Σαπουνίστηκα, ξυρίστηκα, χτένισα τα μαλλιά μου και μάζεψα το κουβαράκι, τις τρίχες από το σιφόνι, έβαλα ένα μπλουζάκι-τέντα τσίρκου του μπαμπά μου και άραξα στον καναπέ. Η μέρα συνεχίστηκε αδιάφορα, δεν είχα τίποτα να κάνω με τη ζωή μου και ήταν Σάββατο. Σκέφτηκα να βγω στα μαγαζιά, αλλά θα σήκωνα ολόκληρα τα καταστήματα και δεν έβγαιναν τα λεφτά. Οπότε έβαλα μία ταινία, από αυτές τις ρομαντικές με κλάμα, και την παρακολούθησα απαθής, ως συνήθως. Περίεργη αυτή η εμμονή των ανθρώπων με την αγάπη, λες και δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτήν. Αλλά μπορείς. Και μη σου πω πως γλυτώνεις και πολύ πόνο και κόπο και χρόνο χωρίς αυτήν. Ήμουν κουρασμένη και νηστική και σκεφτόμουν πολύ και είχα και πονοκέφαλο. Παρήγγειλα σουβλάκι προφανώς για μεσημέρι, δεν είχα διάθεση ούτε πατάτες να τηγανίσω. Οι ώρες δεν περνούσαν. Ήθελα να τον ξαναδώ. Με είχε αφήσει σε ένα state μόνιμης καύλας και μου χρώσταγε μία συνέχεια και μόνο που δεν του κοπάνησα κι εγώ το κεφάλι χθες. Μου έκανε και καρούμπαλο γαμώ το σφηνάκι του. Ηλίθιος. Τέλος. Είδα disney, μία από αυτές τις υποτιμημένες που η ίδια η disney εύχεται να μην είχαν βγει αν και γάμαγε, και με πήρε ο ύπνος. Άνοιξα μόλις και μετά βίας τα μάτια μου δέκα λεπτά πριν την ώρα που θα έπρεπε να είμαι στο μπαρ. Και η διαδρομή μόνο ήταν είκοσι. Μμ. Ωραία. Ευτυχώς έχω κάνει μπάνιο. Φόρεμα θα έβαζα, σίγουρο αυτό, που βγαίνουν εύκολα. Δεν βάφτηκα πολύ, το eyeliner μου γαμιέται με τον ιδρώτα, μόνο μάσκαρα και μάλιστα δοκιμασμένα αδιάβροχη. Παπούτσια όχι με φονικό τακούνι, ίσα ίσα να μην είμαι τόσο κοντή. Τσέκαρα το μετρό και εξαφανίστηκα. Έφτασα εκεί καθυστερημένη για μισή ώρα περίπου. Ήταν καθισμένος σε πλατύσκαλο δίπλα στην είσοδο. Μαύρο στενό τζιν, πιο στενό κι από αυτά που φοράω εγώ, γυαλιά, και του πήγαιναν, vans και λευκό φαρδύ πουκάμισο που μάλλον αν ήμουν στην ώρα μου θα ήταν στις καλές του, είχε σηκώσει τα μανίκια τώρα, είχε ανοίξει τα πρώτα κουμπιά... Τον κοίταζα για λίγο, γύρισε και με κοίταξε μετά, μείναμε να κοιταζόμαστε για λίγο και μετά σηκώθηκε και μου άνοιξε την πόρτα για να περάσω μέσα. "Ωραία", σκέφτηκα, "βγήκε και τζέντλεμαν ο Χαράλαμπος". Χωρίς κουβέντα μπήκαμε μέσα και πήγαμε σε μία γωνιά στο πλάι της μπάρας. Κάθισα δίπλα του και κοίταζα το στρίφωμα του φορέματος. Παρήγγειλε σφηνάκια και τα κατεβάσαμε χωρίς κουβέντα ακόμα. "Πώς είσαι μετά από χθες;", ρώτησε. "Καλά, υποθέτω. Έχω ένα αναμνηστικό βέβαια εδώ πάνω" και γελώντας πέρασα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με την παλάμη. "Καλό είναι αυτό, θα με θυμάσαι για λίγο ακόμα, αφού δεν με ξέχασες με το χτύπημα δηλαδή". Χα-χα-χα τι αστείος θεέ μου λιποθυμάω. Ή και όχι. "Εσύ πώς είσαι μετά από χθες; Πώς ήταν η μέρα σου;" Αυτή η συζήτηση ήταν γελοία το λιγότερο, δεν ήξερα πως ήταν οι προηγούμενες μέρες του, δεν ήξερα καλά καλά το κανονικό του όνομα και γαμώτο, προσπαθούσαμε να πιάσουμε ψιλή κουβεντούλα. "Βαρετή, έμεινα εδώ μέχρι το ξημέρωμα που τελείωνε η βάρδιά μου έτσι κι αλλιώς και μετά έφαγα, κοιμήθηκα, ξύπνησα, ετοιμάστηκα, με έστησες και να 'μαστε". Μάλιστα. "Και...δε μου λες, πώς σε λένε τελικά;" "Δεν είπαμε χθες; Χαράλαμπο." "Δεν το έθεσες ακριβώς έτσι, το είπες λες και διαλέγω εγώ." "Χμ. Ναι, έχεις δίκιο." "Το ξέρω, πώς σε λένε οι άλλοι λοιπόν;" Πετάχτηκε ο μπάρμαν από μέσα: "Ίαν, αυτά από εμένα" και άφησε κι άλλα σφηνάκια μπροστά μας. "Ίαν; Περίεργο", είπα. "Όχι Ίαν, γάμα το Ίαν, Κωνσταντίνο να με λες." "Δεκτό, το προτιμώ." "Εσένα πώς σε λένε οι άλλοι;" Έλα ντε, πόσο καιρό είχε να με πει κανείς με το μικρό μου; Η μάνα μου με έλεγε μωρό της στο τηλέφωνο, ο μπαμπάς κοριτσάκι του. "Αλεξάνδρα", το βαφτιστικό, σίγουρη λύση. Ωραία. "Ωραία λέει, Αλεξάνδρα, ένα σφηνάκι ακόμα;" Μωρέ και ένα και δύο και όσα θες. Ο,τι θες. Που είχα φτάσει, να παραδίνομαι σε έναν άγνωστο έτσι. "Δεν παίρνω ναρκωτικά μαμά, όχι τα χαπάκια και τις σύριγγες και τις σκόνες, έναν μελαχρινό με καστανά μάτια θέλω να πάρω μόνο", σκέφτηκα και γέλασα μόνη μου, με κοίταξε και γέλασε κι αυτός. Είχα πάρει για λίγο τη δόση μου. "Ένα σφηνάκι ακόμα."
YOU ARE READING
Mad About You (Ian Stratis •X-Factor Gr• Fanfic)
Fanfiction•Μικρές μοιραίες συναντήσεις σε μπαράκια στο κέντρο της Αθήνας• Αυτή η ιστορία προοριζόταν για one-shot. Σταδιακά όμως θα αρχίσουν να προστίθενται parts. Δείξτε κατανόηση, θέλει χρόνο και έμπνευση. Τα μέρη που περιγράφονται πιθανότατα δεν υπάρχουν...