«Νομίζω πως ήρθε η ώρα η Άννι να βγει και λίγο έξω από το σπίτι της» μου λέει ένα πρωινό η Μάγκς στην κουζίνα της Άννι, ενώ η τελευταία κοιμάται ακόμα έχοντας περάσει μια πολύ δύσκολη νύχτα εξαιτίας μιας επιδρομής φριχτών, νυχτερινών αναμνήσεων.
« Έχει περάσει πάνω από μια βδομάδα από τότε που γύρισε στην πατρίδα και δεν έχει βγει ούτε στο μπαλκόνι του πάνω ορόφου. Δε μπορεί να ζήσει μια ζωή κλεισμένη εδώ μέσα και να βλέπει μόνο εμάς τους δύο. Η απομόνωση δε θα την κάνει καλύτερα κι εμείς δεν έχουμε να της προσφέρουμε τίποτε άλλο για να τη βοηθήσουμε. Πρέπει να επανέλθει στους φυσιολογικούς ρυθμούς της ζωής. Εξάλλου αν εμείς κάποτε δε μπορούμε να τη φροντίζουμε και να την προμηθεύουμε με ότι χρειάζεται απ’ τον έξω κόσμο τι θα κάνει; Θα πρέπει να αρχίσει να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της» συνεχίζει η Μάγκς.
Αν και μια εσωτερική φωνή μου λέει να προστατεύσω την Άννι και να την κρατήσω μακριά απ’ όλους και όλα όσα μπορούν να την τρομάξουν και να τη βλάψουν, ξέρω πως η Μάγκς έχει δίκαιο και πως πρέπει να την κάνουμε να στηριχθεί στις δικές τις δυνάμεις ώστε επανέλθει κάποτε πλήρως στην ανθρώπινη και κοινωνική καθημερινότητα.
« Εντάξει» της απαντώ παραδομένος, «αλλά θέλω να αφήσεις εμένα να το χειριστώ αυτό. Δε θέλω να βιαστούμε και να την πιέσουμε εντάξει;»
«Ναι» μου απαντά εκείνη και με κοιτάζει διερευνητικά.
«Νοιάζεσαι πολύ γι’ αυτή, έτσι δεν είναι;» με ρωτά τελικά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα παρατήρησης.
Το σκέφτομαι για μια στιγμή και της απαντώ «Ναι. Το ίδιο κι εσύ έτσι;» στρέφοντας το ερώτημα προς αυτήν σε μια προσπάθειά μου να μην με προδώσει η αμηχανία που μου προκάλεσε η ερώτησή της, κι εκείνη μου γνέφει καταφατικά.
« Γι’ αυτό συμφωνώ μαζί σου πως πρέπει αυτό να γίνει σταδιακά και μεθοδικά και φυσικά από εσένα που την επηρεάζεις περισσότερο και νιώθει πιο ασφαλής και δεμένη μαζί σου» , μου απαντά.
Όταν λέω στην Άννι την ιδέα μου να κάνουμε μια βόλτα έξω με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα από τρόμο ικετεύοντάς με νοερά να μην την υποβάλλω σε κάτι τέτοιο. Το να την βλέπω να φοβάται ή να πονάει έχει μια ιδιαίτερη επίδραση πάνω μου οδηγώντας με να κάνω τα πάντα για να το αποφύγω, οπότε απαιτείται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να επιμείνω.
«Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο Φίνικ. Δεν μπορώ να το κάνω. Απλά δεν μπορώ» λέει και η φωνή της σβήνει ενώ δάκρυα κάνουν την εμφάνισή τους στα μάτια της και δύο απ’ αυτά κυλούν στα μάγουλά της. Μην αντέχοντας να τη βλέπω να κλαίει την πλησιάζω, παίρνω το πρόσωπό της στα χέρια μου και τα σκουπίζω απαλά με τους αντίχειρές μου. Έπειτα αναγκάζοντάς τη να με κοιτάξει της λέω