Η μοιραία συνάντηση

44 2 0
                                    

Ο Ηλίας είναι έξω από την πόρτα της. Σε κάποια που μια φορά την έχει δει και μιλήσει, αλλά τη σκέφτεται συνεχώς χωρίς σταματημό. Αποφασίζει να χτυπήσει το κουδούνι. Δε ξέρει τι μπορεί να αντιμετωπίσει πίσω από την πόρτα. Παίρνει την απόφαση και χτυπά. Ανοίγει η πόρτα και βλέπει μια γυναίκα σχεδόν γυμνή μπροστά του, με σχεδόν μούσκεμα μαλλιά, νυσταγμένη αλλά τόσο όμορφα γλυκιά.
-Εσύ.;
Τον ρωτά ξαφνιασμένη εκείνη.
-Με συγχωρείς αν σε ξύπνησα είναι και κάπως αργά.
-Πως βρήκες το σπίτι μου.;
-Σε ακολούθησα από την καφετέρια, ήμουν εκεί αλλά πρόσπαθησα να μη γίνω αντιληπτός.
-Και τι θέλεις εδώ.;
-Εσένα. Σε σκέφτομαι συνέχεια από τη στιγμή που ήρθες και μου μίλησες στην καφετέρια, από τη στιγμή που είπες οτι εσύ ήσουν αυτή που με έσωσε.
-Και πάλι δεν έχω καταλάβει τι θέλεις εδώ.;

Και πριν η Έλλη ρωτήσει κάτι άλλο κάνει ένα βήμα ο Ηλίας την αρπάζει και τη φιλάει με τόσο πάθος που λύνονται τα γόνατα της και πέφτει στην αγκαλιά του. Πριν καν καλά καλά το σκεφτεί τη σηκώνει στα χέρια του μπαίνει μέσα και κλείνοντας την πόρτα με το πόδι του προχωρά στο εσωτερικό του σαλονιού, την ξαπλώνει στον καναπέ και αρχίζει να τη φιλάει τόσο τρυφερά που ανατρίχιασε όλο της το σώμα. Δε το είχε ξανά νιώσει αυτό. Της τραβά απαλά το νυχτικό της προς τα πάνω φιλώντας τη απαλά στο λαιμό και εκείνη υποκύπτει στα φιλιά του. Του τραβά τη μπλούζα και εμφανίζεται το καλοσχηματισμένο σώμα του το οποίο έχει κολλήσει επάνω της. Του ξεκουμπώνει το παντελόνι και το βγάζει τελείως όπως και το σλιπάκι του. Με αργές κινήσεις έχουν γίνει ένα φιλόντας ο ένας τον άλλο με πάθος και αγκαλιάζοντας σφιχτά. Νιώθουν και οι δύο το ίδιο αμοιβαίο συναίσθημα.
Της δαγκώνει απαλά το αυτί και της ψιθυρίζει "είσαι υπέροχη" και χωρίς σκέψεις τη σηκώνει και τη βάζει από πάνω του, έτσι τώρα έχει εκείνη τον απόλυτο έλεγχο. Αρχίζει να κουνιέται αισθησιακά επάνω του σχεδόν σα να χορεύει, με κλειστά τα μάτια της χάνεται στις απαλές και απανοτές ηδονές του κορμιού της, πέφτοντας απαλά πάνω του. Τη σηκώνει όρθια και συνεχίζει ξανά το παιχνίδι χωρίς σταματημό μέχρι να φθάσει στο τέρμα. Πέφτουν και οι δυο επάνω στον καναπέ όπως είναι γυμνοί ο ένας πάνω στον άλλο και αποκοιμιούνται εκεί. Αγκαλιά, ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο, μένουν αγκαλιά σαν να γνωρίζονται απο πάντα.
Ξυπνούν το πρωί από το φως που διαπερνούσε απαλά τα παράθυρα και φώτιζε το δωμάτιο.
-Πρέπει να φύγεις.
-Γιατί.;
-Εε..ε..! Χθες δε μου άφησες καθόλου περιθώρια να σου μιλήσω.
-Τι εννοείς.;
-Έχω μια σχέση με κάποιον, ο οποίος τώρα είναι στη δουλειά δηλαδή από χθες το βράδυ για αυτο με βρήκες μόνη μου.
-Αα αυτό εννοείς.; Εε εντάξει δε τρέχει και κάτι, μην ανησυχείς για τη σχέση σου δεν κινδυνεύει απο έμενα.
-Χθες το βράδυ στην πόρτα μου είπες πως με σκεφτόσουν συνέχεια. Δηλαδή ο σκοπός σου ήταν να περάσεις καλά.; Γιαυτό με ακολούθησες.;
-Όχι. Σε σκεφτόμουν αλλά δε σου είπα πως, σου το έδειξα. Τόσο απλά.
Η Έλλη όμως σκεφτόταν: είναι καλύτερα έτσι που δε θέλει κάτι παραπάνω; Αλλά και από την άλλη αυτό που με σκεφτόταν.; Πως θα κοιτάω τον άλλο στα μάτια όταν μέσα μου θα ξέρω πως και τι έχει γίνει με κάποιον που ούτε καν τον ξέρω.; Αλλά μήπως είναι καλύτερα έτσι αφού η σχέση μας δεν έχει και την καλύτερη εξέλιξη. Θέε μου τι λέω, δε με ακούς. Χαίρομαι που μόλις απάτησα το φίλο μου. Ή μήπως είναι και μια αφορμή να χωρίσω.;
-Εε θα πρέπει να φύγεις όμως γιατί απο ώρα σε ώρα θα γυρίσει ο φίλος μου, και γρήγορα πριν ακούσουμε κανένα κλειδί στην πόρτα.
Ξαφνικά ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Σηκώνεται η Έλλη και κάνοντας ένα νόημα σιώπης στον Ηλία ρωτά διστακτικά.
-Ποιός είναι.;
-Αγάπη μου εγώ είμαι, έχω χάσει τα κλειδία μου.
Η Έλλη παγώνει, δε ξέρει τι να κάνει. Κοιτά μια την πόρτα μια τον Ηλία. Έχει σαστήσει.

Ο έρωτας της σερβιτόραςOnde histórias criam vida. Descubra agora