Ονειρα

38 5 0
                                    

Ησουν εδώ.

Ακουγα την ανάσα σου.

Ηταν ακανόνιστη.

Αρρυθμη.

Μου ερχόταν να γελάσω, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα αστείο.

Νομίζω ότι τα μάτια σου ήταν υγρά.

Ναι, σίγουρα είχες βουρκώσει.

Κι ας μην το παραδέχεσαι.

Το στήθος σου ανεβοκατέβαινε ανάλογα με τις αναπνοές σου.

Είχες αρχίσει να κρυώνεις.

Αγκάλιαζες με τα χέρια σου το κορμί σου.

Εγώ σε κοίταζα.

Μερικές πορτοκαλί τούφες ξέφευγαν από τις πλεξούδες σου.

Ησουν ξαπλωμένη.

Κι εγώ ήμουν.

Στο τσιμέντο της εγκαταλελειμμένης οικοδομής.

Ψηλά.

Βλέπαμε τα αστέρια.

Κι εκεί έσκυψα προς το μέρος σου.

Εδιωξα μερικές τούφες από τα κόκκινα μαλλιά μου, που έμπαιναν στα μάτια μου και με ενοχλούσαν και σε φίλησα.

Αργά.

Ελυσα τις πλεξούδες σου και έπειτα ανακαθίσαμε αντρικρυστά η μία στην άλλη.

Σε φίλησα ξανά και χάιδεψα τα πορτοκαλί μαλλιά σου.

Σταμάτησα και σε κοίταξα.

Χαμογέλασες.

Μου έπιασες τα χέρια.

Τα δικά μου ήταν κρύα, ενώ τα δικά σου ζεστά. 

Με φίλησες εσύ.

Κι ένιωθα λες και ήμουν σε όνειρο.

Κλισέ, το ξέρω.

Αναψα ένα τσιγάρο και το καπνίσαμε μαζί.

Επειτα ξαπλώσαμε ξανά. Εβαλες το χέρι σου γύρω από τους ώμους μου.

Βλέπαμε το φεγγάρι.

Μου μίλησες για όνειρα.

Εγώ σε άκουγα με προσοχή.

Δεν έχανα λέξη.

Δεν ξέχασα ποτέ.

Δεν ξέχασα εσένα να μου μιλάς για όνειρα.

Την ήπια φωνή σου.

Τα λαμπερά μάτια σου.

Και κυρίως, τα πορτοκαλί μαλλιά σου.

Δεν τα ξέχασα ποτέ.

Από τη στιγμή που μου είπες ότι σε έπαιρναν μακριά από την πόλη, μακριά από έμενα μέχρι τώρα.

Δεν ξέχασα.

Ακόμα μου λείπεις.

Και είμαι με το τηλέφωνο στο χέρι, έτοιμη να καλέσω τον αριθμό σου.

Διστάζω.

Κάνω να το πατήσω αλλά τελικά το μετανιώνω.

Εν τέλει, ανάβω τσιγάρο.

Δεν είναι το ίδιο.

Ποτέ δε θα είναι.

SilenceWhere stories live. Discover now