Από πάντα με ανατρίχιαζε η αντανάκλαση του εαυτού μου στον καθρέφτη.Κοιταζόμουν με τις ώρες και αναρωτιόμουν ποια είμαι και ποια είναι η αποστολή μου.
Για τι προορίζομαι.
Με τα χρόνια παρατηρώ αυτές τις ταχύτατες αλλαγές.
Μέσα και έξω.
Το χρώμα στα μάτια χάνεται.
Το βλέμμα μου παγώνει.
Η ψυχή ξεθωριάζει.
Η αισιοδοξία αποδυναμώνεται.
Παίρνω καθημερινά όλο και περισσότερο απόφαση για την έννοια της ζωής.
Αναμνήσεις πικρές ρίχνουν αλάτι στις πληγές του παρελθόντος.
Που δεν επουλώνονται.
Δεν περνάνε.
Μένουν εκεί.
Όλα τα χτυπήματα από τις σφαίρες συναισθημάτων.
Όλη η κακοποίηση από τις λέξεις-λεπίδες που εκτοξεύθηκαν εκείνη τη βραδιά της απογοήτευσης.
Όλα τα «να προσέχεις» που έχουν χαραχτεί από ανθρώπους ψεύτικους.
Ρηχούς.
Που δεν ένιωσαν.
Που δεν ήταν ικανοί να με προσέχουν οι ίδιοι και το έριξαν κι αυτό πάνω μου.
Γιατί αυτό είναι οι άνθρωποι.
Δεν αντέχουν τις ευθύνες.
Δεν αντέχουν την αλήθεια.
Δεν αντέχουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Να τους κοιτάζει.
Να τους κρίνει.
Θα ήθελα να δω το πρόσωπο μου στην αντανάκλαση του καθρέφτη, αλλά όπως ήταν πριν από μερικά χρόνια.
Όπου η χαρά φαινόταν ζωγραφισμένη στα χείλη αλλά κυρίως στα μάτια.
Τα μάτια γελούσαν.
Οι περισσότεροι μου ανταπέδιδαν το χαμόγελο χωρίς να χαμογελάω γιατί η λάμψη των ματιών μου έδειχνε την αγάπη μου για τον κόσμο.