Το τηλέφωνο χτύπησε για εκατοστη φορά εκείνο το τέταρτο και ήχησε σαν σειρήνα στο αυτί μου.
Ούτε άρρωστος δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος; Έλεος πια!
"Ναι;" είπα με αδύναμη φωνή και ανακαθησα καλύτερα στο κρεβάτι.
"Καλά ρε στην κολλητη σου; Πέντε ολόκληρα χρόνια μαζί και να μη μου το πεις!! Δε πρόκειται να σου ξαναμιλησω! Αλήθεια! Βασικά πρώτα θα σε σκοτωσω και μετά!" η φωνή της Φαιης ήχησε σε σε όλο το δωμάτιο παρόλο που δεν είχα βάλει την κλήση σε ανοιχτή ακρόαση.
Φανταστείτε τι πέρασε το αυτάκι μου εκείνο το μισό λεπτό που ούρλιαζε σαν υστερική.
"Φαίη μπορεις να ηρεμισεις σε παρακαλω; Δεν είμαι και στα καλύτερα μου..." της απάντησα με ήρεμο τόνο.
"Μη μου το παίζεις Άγια Παρασκευή τώρα!" μου ξαναφωναξε και είμαι σίγουρη πως όλα τα παιδια γύρω της θα την κοιτούσαν σαν καμία ψυχακια.
"Σου λέω είμαι άρρωστη. Αλήθεια. Και κλείνω γιατί το κεφάλι μου με πεθαίνει. Τα λέμε αύριο μωρουλι!" της είπα στα γρήγορα και τερματισα την κλήση πριν προλάβει να απαντήσει.
Πφφφ έπρεπε να της το είχα πει από την αρχή! Γαμωτο τι θα ακούσω αυριο;;;
Σηκώθηκα απο το αναπαυτιο κρεβατάκι μου και καλυμμένη με το πάπλωμα γύρω μου, άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και κατευθύνθηκα στην κουζίνα.
"Πως είσαι αγάπη μου;" ρώτησε η γιαγιά μου που έκοβε το κρεμμύδι για τα μπιφτέκια.
Φαγώθηκε σον και καλά η μαμά μου να την κουβαλήσει εδώ για να μην είμαι μόνη στο σπίτι μια που είμαι και άρρωστη. Μου φαιρεται σα να είμαι ο Κώστας!
"Καλά γιαγιά, μια χαρα" απάντησα και έβαλα νερό στον βραστηρα για να φτιάξω τσάι.
"Εμένα δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλα" συνέχισε και σκουπίζοντας τα χέρια της κάθισε στον τραπέζι κάνοντας μου νόημα να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Προβλέπεται μεγάλη συζήτηση.
"Καλά είμαι βρε γιαγιά αλήθεια! Δε βλέπεις χρωματακι!" είπα χτυπώντας τα μάγουλα μου κάνοντας πως είμαι υγιεστατη.
"Δεν εννοώ αυτό. Και το ξέρεις. Τι σε βασανίζει καρδούλα μου;"ρώτησε με ενδιαφέρον γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι κοιτάζοντας με πιο έντονα.
"Σαν τι να με βασανίζει καλε; Όλα τέλεια"
Λέμε τώρα.
Σηκώθηκα προσπαθοντας να αποφύγω την συζήτηση και έχουσα το τσάι στην αγαπημένη μου κούπα με τον mickey πάνω.
"Λέω να πάω να ξαπλώσω" της ανακοίνωσα και άρχισα να περπατάω με προορισμό ο δωμάτιο μου.
"Καλά...Δε θα μου ξεφύγεις εμένα...τα ερωτευμενα ματιά φωνάζουν από μίλια μακριά" είπε γελώντας και ακούστηκε το τρίξιμο της καρέκλας σαν να σηκώθηκε.
Πάγωσα στη θέση μου και γύρισα μένοντας να την κοιταω.
"Ξέρεις Ερμιόνη μου, και γω τον παππού σου στην ηλικία σου τον γνώρισα. Δεν ήθελε και πολύ." συνέχισε χωρις να γυρίσει το κεφάλι της, πλενοντας τα πιάτα.
"Ναι εμ...Αλλά...ε-εγω δεν ειμαι ε-ερωτευμενη και τετοιες βλακειες" απαντησα χωρις να κουνηθω από εκεί που στεκόμουν.
"Χμμ...Ότι πεις...άντε πήγαινε να ξαπλωσεις τωρα"
Έκανα ότι μου είπε και μπήκα στο δωμάτιο μου.
Κοίτα να δεις που και η γιαγιά έχει πείρα σε αυτά. Θα μας βγει και ψυχολόγος ανηλίκων σε λίγο.
Ζαλισμένη από όλη τη συζήτηση και εξαντλημένη λογω της αρρώστιας έπεσα στο κρεβάτι, και παραδωθηκα σε έναν γλυκό ύπνο.
Ξέρω βαρετό κεφάλαιο και χίλια συγνώμη δεν θα ξαναγινει😥
Lots of problems you know...😔😫
Αστεράκι περικαλωω🙈💘
YOU ARE READING
ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΤΙΑ...
Teen Fiction"Γιατί με ντρέπεσαι;" "Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για να ντρέπεται κάποιος;" "Από όσο ξέρω ναι" "Τον δικό μου μάλλον δεν θα τον μάθεις" "Μην είσαι τόσο σιγουρη μικρή" Και κλείνοντας το μάτι παιχνιδιάρικα χάθηκε στο τέλος του διαδρόμου...