The beginning

27 3 2
                                    

Ήταν βράδυ. Ένα σκοτεινό βράδυ. Και έβρεχε. Καταρρακτωδώς. Ήμουν σε έναν δρόμο μιας σκοτεινής και κακόφημης συνοικίας. Οι σταγόνες τις βροχής έπεφταν κάτω ασυνήθιστα. Διαφορετικά από το συνηθισμένο. Ίσως να έφταιγε ο φόβος μου. Ή το αίμα που δύσκολα το ξεχώριζες από την βροχή καθώς έσταζε και αυτό από τις κολόνες ή τα παγκάκια. Αίμα; Γιατί να φοβάσαι το αίμα; Αφού είναι μέσα σου. Κυλά. Αργά ή γρήγορα. Εκείνη την μέρα σίγουρα γρήγορα γιατί φοβόμουν πολύ. Όλα μου φαίνονταν διαφορετικά. Η μυρωδιά του καυσαερίου. Η βροχή. Μέχρι και το αίμα. Δεν το φοβόμουν. Τουλάχιστον μέχρι τότε. Μέχρι την στιγμή που άκουσα τον πυροβολισμό. Την στιγμή που ένιωσα την σφαίρα να με διαπερνά στον ώμο. Ο πόνος ήταν φρυχτός και αβάστακτος. Ένιωθα να θολώνουν όλα. Ξαφνικά άκουσα κάτι φωνές από πίσω μου. "Εεε , αγοράκι; Τι κανείς τέτοια ώρα εδώ ;". Και έπειτα γέλια. Γελούσαν. Εγώ αιμορραγούσα και αυτοί γελούσαν. Γελούσαν με ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι που αργοπεθαίνει. Ένιωθα τις σταγόνες τις βροχής να κοίλανε πάνω στην πληγή μου. Σήκωσα το πρόσωπο μου και κοίταξα ψιλά , το φεγγάρι. Η βροχή ξέπλενε το πρόσωπο μου από τον φόβο... Σαν κάθε σταγόνα που έπεφτε στο πρόσωπο μου να απορροφούσε ένα μικρό κομμάτι φόβου και στο τέλος ...να μην μένει καθόλου. Ήρθαν κοντά μου. Κατάφερα να γυρίσω και να τους κοιτάξω. Ήταν μια παρέα πέντε παιδιών. Διέκρινα και το παιδί με το πιστολά. Ήταν σχεδόν στην ηλικία μου. Κοίταξα τα μάτια του. Αλώστε αυτά είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Έδειχνε να το διασκεδάζει. Σαν να του είχες πει ένα πολύ καλό ανέκδοτο. Ένας λίγο πιο ψηλός και μεγαλύτερος με σήκωσε και με πέταξε δίπλα από κάτι σκουπιδοτενεκέδες. "Τουλάχιστον να πεθάνεις κοντά στους συγγενείς σου" είπε καθώς φεύγαμε. Η ώρα ήταν γύρω στις 6:00. Κοίταξα το φεγγάρι ...είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Ένιωθα ότι έχανα έναν πολύ καλό μου φίλο. Σαν η σελήνη να με πρόδινε.

Electric-manWhere stories live. Discover now