Ο ήλιος έκανε τη βόλτα του πιο αργά στο βαθυγάλανο ουρανό εκείνη τη μέρα που ο νεαρός Ίκαρος τον παρακολουθούσε από νωρίς το πρωί. Ήταν σίγουρος μάλιστα πως η ώρα περνούσε όλο και πιο αργά μέσα σε αυτή τη σπηλιά που τα τρία άγρια τοιχώματα της έσταζαν υγρασία πάνω στους ώμους του και τα ξανθά μαλλιά του και τον έκαναν το σώμα του να ιδρώνει αδιάκοπα.
Καθόταν εκεί που τέταρτος τοίχος έπρεπε να βρίσκεται και μπροστά του απλωνόταν η απέραντη και ατίθαση από τους αέρηδες θάλασσα της Κρήτης, ενώ από κάτω του βρισκόταν γκρεμός αρκετών μέτρων που κατέληγε σε βράχια όμοια με καρφιά, που έμοιαζαν να τον απειλούσαν με την θάλασσα ολόγυρα τους.
«Ίκαρε», άκουσε τον πατέρα του να τον φωνάζει όταν ήταν πια αργά το μεσημέρι. Το αγόρι τον κοίταξε πάνω από τον ώμο του με τα μάτια του να λάμπουν από ανυπομονησία περιμένοντας να ακούσει τις λέξεις. «Σήκω. Ήρθε η ώρα».
«Επιτέλους.» Ο Ίκαρος χαμογέλασε και σηκώθηκε προσεκτικά από το χείλος του γκρεμού και πλησίασε τον πατέρα του και τα δύο ζευγάρια φτερά.
Ο Δαίδαλος είχε αφιερώσει μήνες στην περίτεχνη κατασκευή αυτών των φτερών. Είχαν μακρύ και μεγάλο σκελετό από όσο πιο ελαφρύ ξύλο μπορούσε να βρεθεί στην Κρήτη χάρη στον νυχτερινό φρουρό τους ο οποίος έτυχε να τους έχει ιδιαίτερη συμπάθεια. Δεν αρκούσε όμως ένας ελαφρύς σκελετός αλλά και ένα καλό σχέδιο. Το σχήμα λοιπόν ήταν εμπνευσμένο από φτερά χρυσσαετού που είχε μελετήσει στο παρελθόν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα ορεινά μέρη του νησιού. Τα άσπρα φτερά ωστόσο, που ήταν κολλημένα πάνω στο ξύλο με άφθονο κιτρινωπό κερί, δεν θύμιζαν με κανένα τρόπο φτερά αετού με το ολόλευκο χρώμα τους, παρμένα από θαλασσοπούλια που θέλησαν να ξεκουράσουν τα δικά τους φτερά στη σπηλιά τους, είτε να χορτάσουν την πείνα τους με τα ψάρια που πατέρας και γιος θυσίαζαν για να πετύχουν τον ίδιο πολυπόθητο σκοπό. Το να γνωρίσουν την ελευθερία μακριά από τα δεσμά τους που τους κρατούσαν σε αυτό το κελί κοντά στον βασιλιά Μίνωα.
Τα χέρια του Δαίδαλου κινούνταν με εγρήγορση και ένταση καθώς έσφιγγε τους δερμάτινους ιμάντες γύρω από το στέρνο του γιου του στερεώνοντας τα φτερά.
«Ξέρω πως το θες αυτό όσο και εγώ» είπε ο Δαίδαλος όταν τελείωσε «αλλά πρέπει να προσέχεις. Να, εδώ, να πιάνεσαι από αυτούς του ιμάντες τους έχω μετρημένους για τα χέρια σου. Από εδώ ελέγχεις τα φτερά» είπε ενώ του έδειχνε ταυτόχρονα.
YOU ARE READING
Το αγόρι που ερωτεύτηκε τον ήλιο
Historical FictionΟι μύθοι και οι τοπικές ιστορίες άλλαζαν συνέχεια από γενιά σε γενιά, καθώς ο καθένας τις διηγούνταν με τη δική του εκδοχή. Αυτή λοιπόν η ιστορία μικρού μήκους είναι η δική μου εκδοχή του γνωστού μύθου του Δαίδαλου και του Ίκαρου.