Οι μέρες περνούσαν και όλο πιο πολύ μεγάλωνε η έχθρα μεταξύ τούς. Εκείνος δεν του είχε κάνει τίποτα δεν τον ηξερε κιόλας. Πολλές φορές προσπάθησε να τον κάνει να σταματήσει να τον ενοχλεί, αλλά αυτός είτε τον έβριζε είτε τον βαρουσε. Ο μεγάλος του αδερφός δύο μέρες απο το τελευταίο συμβάν έμαθε τι έγινε και έπιασε τον αδερφό του για να τον ρωτήσει τι συμβαίνει. Όταν του εξήγησε τα πάντα είπε πως θα το έλεγε στον διευθυντή. Ο φιλος μου του ζήτησε να μην το κανει εαν το έκανε θα εμπλεκαν και οι δυο πολύ άσχημα. Ο μεγάλος του αδερφός κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του και βγάζοντας έναν βαρύ αναστεναγμό είπε << Κανόνισε να βάλεις ενα τέλος σε αυτό. Δεν χρειάζεται να με κάνεις ρεζίλι σε όλο το σχολείο.>> ο Φίλος μου δάκρυσε δεν ήξερε τι να κάνει, ένιωθε πάλι μόνος. Μα δεν έκλαψε σηκωθηκε και έφυγε απο το δωμάτιο. Σκεπτόμενος τώρα προσπαθούσε να βρει μια λύση για το πως θα σταματούσε αυτη την κατάσταση. Ήθελε πραγματικά βάλει στην θέση του αλλα δεν ήξερε πως, επίσης μετα απο τοσο καιρό άρχισε να τον φοβάται κιόλας.
Δεν μπορούσε να ζητήσει βοηθεια απο καποιον Καθηγητή ή ακόμη και απο τον διευθυντή. Διότι φοβότανε οτι εαν το έλεγε σε κάποιον μεγαλύτερο, το παιδι αυτο θα του έκανε μεγάλο κακό. Έτσι απλα το άφηνε να γίνετε μέρα με την μέρα. Όσο χαρούμενος και αν έδειχνε στους φίλους του τόσο θλιμμένος και πονεμενος ηταν μεσα του. Υπήρχε και μια χρονική περίοδος θυμάμαι που δεν ήθελε να μιλάει σε κανέναν, όλοι ήξεραν τον λόγο κανείς όμως δεν έκανε κάτι. Είχε περάσει ένας μηνας σχεδόν απο την αρχη της σχολικής χρονιάς και αν και ήταν στα μέσα του Οκτωβρίου ένιωθε την κάθε ωρα σαν να ηταν μερες ολόκληρες. Μπορεί να μην ήταν απο τους άριστους μαθητές αλλά το σχολειό του άρεσε πολύ παλιά, γιατί τώρα δεν ήθελε ούτε να ξέρει πως υπάρχει και όλα αυτά για ένα παιδί. Ένα παιδί που τον ενοχλούσε σε κάθε διάλλειμα τον βαρουσε , τον έβριζε , του έπαιρνε τα λεφτά , του έπαιρνε το φαγητό , του έπαιρνε ακομη και το χαμόγελο το οποίο ήταν εκεί για πολλά χρόνια χωρίς κανεις να του αλλάξει. Δεν ήθελε να συνεχιστεί αυτό, άλλωστε ποιός θα ήθελε να περνάει μια τέτοια κατάσταση;;; Να μην ξέρεις τι να κάνεις, του σου επιφυλάσσει το αύριο. Γιατι ξέρεις πως οταν πας σε εκείνο το σχολείο θα σε περιμένει στην πόρτα . Και έτσι ήταν η ρουτινα της καθημερινότητας του.
ΑΡΓΌΤΕΡΑ....
Λιγοι μήνες μόνο πέρασαν απο την αρχή της σχολικής χρονιάς και πλέον κοντεύουν Χριστούγεννα. Τις διακοπές των Χριστουγέννων συνήθιζαν να τις κάνουν οικογενειακά είτε στο σπίτι της μιας γιαγιάς είτε στις αλλης. Φέτος θα πήγαιναν στο εξοχικό τους σε ενα χωριό, ίσα που φαίνεται στον χάρτη. Εκεί δεν είχαν ουτε ίντερνετ ουτε τηλεόραση και γενικότερα με το ρεύμα υπήρχε ενα μικρό θεμα. Κανένας τους δεν ήθελε να πάει εκεί, η μητέρα τους συνήθιζε να κανονίζει χωρίς να ρωτάει κανέναν. Η ίδια σαράντα ετών φοβόταν τον πατέρα της, απο μικρη οι γονεις της μητερας τού δεν ήταν πλουσιοι ζούσαν σε ενα σπίτι όμοιο με καλύβα, ο παππους του που ειχε χάσει τους δικους του γονείς σε μικρή ηλικία δούλευε όλη μέρα για να βγάλει μεροκάματο για να ταΐσει την οικογένεια του, η γιαγια του που ειχε σπουδάσει λογιστική προσπαθούσε να βρει δουλεία, ηταν τρείς κόρες η μεγαλύτερη ειναι η μητερα του φίλου μου, την δεύτερη την είχαν αποκληρωσει απο την οικογένεια γιατί ειχε επιλέξει η ίδια και παντρεύτηκε με καποιον που ηταν απο αλλη χωρα. Και η τρίτη η μικρότερη ήταν αυτο που θα λέγαμε το παιδί της οικογένειας, το αγαπημενο του μπαμπα και της μαμας. Ήταν απο μικρή πονηρή και φαινόταν οτι η αγαπη που έδειχνε στους γονεις ήταν μόνο και μόνο για να τους εκμεταλλευτεί στο μελλον οπως και έγινε αφου τους τρώει τα λεφτα τωρα.
Την μητερα του φιλου μου οταν ηταν μικρη την μεταχειρίζονταν κυριολεκτικά σαν σκουπίδι. Δηλαδη επειδη ηταν η μεγαλύτερη οσο ο πατερας της δουλευε και η μανα της εψαχνε για δουλειά , αυτη καθάριζε όλο το σπίτι και αν δεν προλάβαινε μεχρι να γυρίσουν οι γονείς της, έτρωγε και ξύλο. Βεβαια ολοι γνωρίζουμε ότι τα παλιά χρόνια ηταν και αυστηρά χρόνια. Απο εκεί φαίνεται απέκτησε καποια προβλήματά, θα λέγαμε ψυχολογικά και φοβάται ακομη τούς γονεις της. Για να μην φλυαρω και πολύ θα καθόντουσαν για ολες τις διακοπές τον Χριστουγέννων εκεί και θα γυρνούσαν μια μερα πριν ανοίξουν τα σχολεια. Βέβαια μεσα σε αυτούς τους μηνες που πέρασαν ο φίλος μου είχε βρει κοπέλα η οποία ηταν υπερβολικά ντροπαλή και δεν μπορουσε εύκολα να δείξει τα συναισθήματα της. Το τι ένιωθε πραγματικά. Έτσι λιγες μέρες πριν απο τις διακοπές των Χριστουγέννων χωρισανε. Αν και θα του έλειπε δεν την ήθελε πίσω. Ήθελε κάποια που να τον αγαπάει πραγματικα και να μην ντρέπεται να το δείχνει. Το ταξίδι για τον προορισμό τους διάρκεσε τρείς ανυποφορες ώρες. Όταν φτάσανε εκεί είδαν ενα χωριό κάτασπρο απο το χιόνι , εκεί χιονίζει συχνά. Το χιόνι ήταν η μόνη του παρηγοριά καθώς δεν θα είχε να κανει κατι πιο ενδιαφέρον, εκτός απο το χιόνι. Βέβαια η θύμηση του σχολείου και του παιδιού που τον ενοχλούσε άρχισε να ξεχνιέται καθώς εκτος απο τα χιλιόμετρα μακρια που βρίσκονταν, τον απασχολούσαν αλλα προβλήματα τώρα. Πως θα καταφέρει να περάσει το χρόνο του ή αν θα κάνει νεους φίλους. Είχε επισης σκοπό να μιλήσει στους γονείς του γι'αυτό το παιδί. Ειχε σκοπό να το πει μια απο αυτές τις μέρες που θα βρισκόταν εκεί. Όσο και αν πραγματικά τον φοβότανε έπρεπε να μπει ενα τέλος. Για το καλό του.
Μπήκαν στα δωμάτια το σπιτι ειχε τρία δωμάτια στο ενα κοιμόταν ο παππούς και η γιαγια στο αλλο τα παιδιά και στο τελευταίο οι γονεις του. Στο δωματιο του είχε δυο δίπλα κρεβάτια συνήθιζε να παίρνει το επάνω κρεβάτι, του άρεζε να ειναι ψηλά κατα καποιον τροπο ενιωθε πιο πολυ ασφάλεια . Η ώρα πέρασε έκατσαν έφαγαν και ξάπλωσαν για ύπνο παντα πριν κοιμηθεί διάβαζε κόμικς ακομη και τωρα το κανει. Ετσι διαβάζοντάς μετά απο λίγο τον πήρε ο ύπνος. Ονειρεύτηκε το σχολείο τού ήταν μεσα στο κτήριο του σχολείου και ολες οι πορτες και τα παράθυρα ηταν κλειδωμένα. Τότε άκουσε μια φωνή γύρισε και τον είδε ήταν το παιδί απο το σχολείο εκείνο που σε κάθε διάλλειμα τον χτυπούσε άρχισε να τρέχει και να ανεβαίνει τις σκάλες οπου έφτασε στην ταράτσα. Ενώ προσπάθησε να κλειδώσει την πόρτα, δεν τα κατάφερε και ετσι βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτό το παιδί , οταν βλέπει οτι ειχε φτάσει σρην άκρη της ταράτσας. Ξαφνικά ετσι οπως κανει μια κίνηση για να φύγει γλιστράει ο φίλος μου και βρέθηκε να αιωρείται απο το τον τρίτο όροφο του σχολείου του. Πριν προλάβει να φτάσει στο έδαφος ξύπνησε. Και με βαρύ αναστεναγμό ειπε ήταν μόνο ένας εφιάλτης, και ξανά ξάπλωσε να κοιμηθεί. Το πρωί τον περίμενε δύσκολη μέρα θα πήγαινε με τον πατερα του να μαζέψουν ξυλα για το τζακι.....συνήθιζαν να μαζεύουν ξυλα για το τζάκι......
ΤΕΛΟΣ ΤΡΊΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΊΟΥ ....
YOU ARE READING
Τι Και Αν Τα Χρονιά Πέρασαν...?
Teen FictionΒασίζεται σε αληθινή ιστορία ενός εφήβου φίλου μου με ελάχιστη επιπρόσθετη φαντασία που θα βάλω εγω. Η ιστορια ξεκινάει απο τοτε που γεννήθηκε μεχρι και το σημερα!