5ο

10 1 0
                                    

Έχοντας τον ήχο της χαμηλωμένο, είχε τον
νου του μήπως ακουγόταν κάτι. Μα αυτή την φορά δεν
ακούστηκε τίποτα, όσο και αν πρόσμενε κάτι. Μέχρι που
ξημέρωσε άλλη μια νέα μέρα.
Οι μέρες κυλούσαν και ο Γιάννης μπήκε ξανά στους
κανονικούς ρυθμούς της ζωής του. Όλο αυτό το διάστημα,
ειδικά τα βράδια όταν ξάπλωνε να κοιμηθεί, σκεπτόταν
συχνά την γιαγιά του. Από την μια χαιρόταν που
επιτέλους ξεκουράστηκε, ξέροντας ότι εκεί που πήγε η
ψυχή της επιτέλους γαλήνεψε, από την άλλη όμως του
έλειπε.
Νιώθοντας μέσα του ένα αβάσταχτο βάρος που δεν
πρόλαβε να της χαρίσει κι εκείνος ένα δισέγγονο, πολλές
φορές φώναζε το όνομα της, της μιλούσε και την καλούσε
κοντά του. Ήθελε να της πει ότι δεν μπορούσε να κάνει
διαφορετικά, ότι μακάρι να μπορούσε να γυρίσει τον
χρόνο πίσω κάνοντας διαφορετικές επιλογές. Μα πέρα
από την σκέψη του, ένιωθε ότι δεν τον άκουγε κανείς
άλλος.
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, το πορτατίφ που είχε
δίπλα του άναψε από μόνο του, γεμίζοντας τους τοίχους
με σκιές του δωματίου.
-Γιάννη... άκουσε ξανά τον ίδιο ψίθυρο μέσα στα
αυτιά του.
Μια απότομη ριπή ψυχρού αέρα του διαπέρασε όλο
το κορμί, ενώ το φως δίπλα του άρχισε να τρεμοπαίζει.
-Γιαγιά; φώναξε ο Γιάννης ψάχνοντας με το βλέμμα
του όλο το δωμάτιο.
Έκπληκτος είδε από την πόρτα του δωματίου να
ξεπροβάλει η γιαγιά του με τα χέρια της απλωμένα σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει. Νιώθοντας το κορμί του να
ανατριχιάζει ολόκληρο, την κοιτούσε αμίλητος καθώς
εκείνη τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Σταματώντας η
μορφή της στο κάτω μέρος του κρεβατιού, τον κοιτούσε
χαμογελώντας του. Αν και η μορφή της ήταν ακριβώς
όπως την θυμόταν, φαινόταν γαλήνια και ευτυχισμένη.
Τα ολόλευκα μαλλιά της ανέμιζαν μέσα στο δωμάτιο, από
ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι, το οποίο πλέον είχε
πλημυρίσει με μυρωδιά γιασεμιού.
-Γιαγιά... ψιθύρισε νοσταλγικά άλλη μια φορά ο
Γιάννης, καθώς άπλωνε και εκείνος τα χέρια του.
Προσπαθώντας να την αγγίξει, ένιωσε ένα γλυκό
μούδιασμα να του παραλύει το σώμα. Κοιτώντας ο ένας
τον άλλον με αγάπη, ο Γιάννης ξύπνησε την επόμενη μέρα
το πρωί, αναρωτώμενος αν όντος συνέβη αυτό ή ήταν ένα
όνειρο που το προκάλεσε η τεράστια ανάγκη του για να
δει την γιαγιά του. Μη μπορώντας να ξεχωρίσει την
αλήθεια από την πραγματικότητα, αποφάσισε πως ότι και
αν ήταν, για εκείνον ήταν κάτι μοναδικό.
Ηρεμώντας για αρκετό διάστημα, οι επόμενοι μήνες
κυλούσαν δίχως να συμβεί ή να δει κάτι περίεργο.
Έχοντας φτιάξει πια τα οικονομικά του, έκανε πρόταση
γάμου στην σύντροφο του με σκοπό να μείνουν μαζί
κάνοντας επιτέλους και αυτοί ένα παιδάκι. Αποδεχόμενη
την πρόταση του, η Αιμιλία ξεκίνησε σιγά-σιγά να φέρνει
τα πράματα της στο σπίτι του Γιάννη.
Ένα βράδυ, ξεκλειδώνοντας ο Γιάννης την πόρτα
του σπιτιού του, με το που μπήκε μέσα άκουσε έναν
δυνατό θόρυβο. 

Υπόσχεση Where stories live. Discover now