6ο

11 1 0
                                    

Αιμιλία; φώναξε παραξενεμένος, αφού συνήθως

τέτοια ώρα η Αιμιλία ήταν στην δουλειά της.

Μα το μόνο που άκουσε, ήταν ένα ελαφρύ βήμα

αφήνοντας πίσω του ένα απαλό θρόισμα. Προχωρώντας

μέσα στο σπίτι κοιτούσε ένα-ένα τα δωμάτια ψάχνοντας

να δει τι συμβαίνει. Ξαφνικά άκουσε την τηλεόραση του

σαλονιού να παίζει δυνατά. Γυρνώντας πάλι πίσω,

μπαίνοντας μέσα στο σαλόνι είδε την τηλεόραση ανοικτή

σε ένα κανάλι το οποίο εκείνη την ώρα έπαιζε το

αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του. Ήταν το "Σε αγαπώ

γιατί είσαι ωραία", ένα τραγούδι που της θύμιζε πάντα με

μια γλυκιά μελαγχολία τις όμορφες στιγμές που της το

τραγουδούσε ο άντρας της.

Ο Γιάννης νιώθοντας την παρουσία της ξανά,

θυμήθηκε που του το σιγοτραγουδούσε τα βράδια όταν

ήταν πολύ μικρός, νανουρίζοντάς τον στο κρεβάτι της.

Τελειώνοντας το τραγούδι η τηλεόραση έκλεισε το ίδιο

απότομα όπως είχε ανοίξει, αφήνοντας τον Γιάννη να την

κοιτάζει εκστασιασμένος.

Όταν ήρθε η Αιμιλία, δεν της είπε τίποτα. Δεν ήθελε

να την τρομάξει, αλλά αυτό που τον φόβιζε πιο πολύ ήταν

μήπως τον περνούσε για τρελό.

Περνώντας λίγοι μήνες, το ζευγάρι, αφού τελείωσε

με όλα τα διαδικαστικά του γάμου, ήταν πλέον έτοιμο για

την μεγαλύτερη στιγμή τής ζωής του. Κάνοντας έναν

απλοϊκό γάμο, ο Γιάννης και η Αιμιλία ένωσαν τις ζωές

τους με την παρουσία μερικών φίλων και συγγενών. Λίγες μέρες πριν μάθουν τα παιδιά ότι η Αιμιλία

είχε μείνει έγγειος, ο Γιάννης είχε δει στον ύπνο του την

γιαγιά του. Ήταν ντυμένη στα λευκά, έχοντας στην

αγκαλιά της ένα μωρό. Βλέποντας τον εγγονό της να την

κοιτάζει, χαμογελώντας άπλωσε τα χέρια της και του

έδωσε το παιδί. Μόλις ο Γιάννης το πήρε στα χέρια του, η

γιαγιά του εξαφανίστηκε κοιτώντας τον στα μάτια.

Στην αρχή νόμισε πως ήταν κάτι σαν υπενθύμιση

για την υπόσχεση που είχε δώσει. Ύστερα όμως,

μαθαίνοντας τα χαρμόσυνα νέα από το στόμα της

Αιμιλίας, ένιωσε πως ήταν άλλο ένα δώρο από την γιαγιά

του.

Μένοντας συνέχεια η Αιμιλία στο σπίτι εφόσον ήταν

πλέον κοντά στης μέρες της για να γεννήσει και δεν

έπρεπε εδώ και καιρό πια να δουλεύει και να κουράζεται,

ο Γιάννης είχε αναλάβει όλη την περιποίηση του σπιτιού,

αλλά και την δική της. Απολαμβάνοντας και οι δύο μια

υπέροχη Σαββατιάτικη βραδιά, ο Γιάννης πήγε να

κλειδώσει την πόρτα του σπιτιού για να ξαπλώσουν να

κοιμηθούν.

-Αγάπη μου κλείδωσες εσύ; φώναξε στην Αιμιλία

βλέποντας τον σύρτη καλά τραβηγμένο προς τα έξω.

-Μα τι λες! Αφού μαζί ήμασταν όλη την ώρα!

απάντησε η γυναίκα του παραξενεμένη από την ερώτησή

του.

Σκεφτικός γύρισε πάλι πίσω στην κρεβατοκάμαρά

τους, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί o σύρτης ήταν

κλειστός.

Υπόσχεση Where stories live. Discover now