(ΠΑΡΤ 3)

5 1 0
                                    

«Τα συνηθισμένα?» με ρώτησε η σερβιτόρα,«ναι ευχαριστώ» της απάντησα.Πήγα και κάθισα δίπλα στον γιο μου.«Δείχνεις κουρασμένος»,μου είπε η γυναίκα μου.Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον  για εμένα.«Δεν είναι τίποτα, επιτέλους κατάφερα και κοιμήθηκα»,της απάντησα.

Εκείνη την ώρα έφτασε η σερβιτόρα.Έναν καφέ,σκέτο για εμένα,δύο γρανίτες φράουλα,για τα παιδιά και μιλκ σέικ σοκολάτα για την γυναίκα μου.Μόλις έφυγε η κοπέλα εκείνη με κοίταξε,«συνεχίζει ο ίδιος εφιάλτης;». «Τα τελευταία πέντε χρόνια»,της απάντησα.«Θέλεις να τον μοιραστείς μαζί μου?»,μου είπε.Την κοίταξα και σκέφτηκα ότι ίσως θα έπρεπε επιτέλους,να μοιραστώ τον εφιάλτη που με βασανίζει πέντε χρόνια τώρα.

Βρίσκομαι πίσω,στην ημέρα του ατυχήματος,μπαίνω στο αμάξι και ξαφνικά βλέπω τα παιδιά και εσένα να βγαίνετε από το σπίτι τρέχοντας και να μου ζητάτε να σας πάω στο εμπορικό,στο κέντρο.Στον δρόμο τα παιδιά φωνάζουν,εσύ όπως πάντα προσπαθείς να τα ηρεμήσεις,ο μικρός αρχίζει να κλωτσάει το κάθισμα μου,γυρίζω για να του πω να σταματήσει και ξαφνικά σε ακούω να ουρλιάζεις,γυρίζω και το μόνο που πρόλαβα να δω είναι ο κορμός  του δέντρου,πριν πέσω με ταχύτητα επάνω του.

Το Μαγαζάκι Στην Elm Street Où les histoires vivent. Découvrez maintenant