Ο Διάδρομος

154 18 1
                                    

Το σώμα της έπεσε απότομα στο έδαφος μ'έναν γδούπο. Αισθάνθηκε το κορμί της να ταράζεται απ'τον πόνο.

Βρισκόταν σ'ένα δωμάτιο που έμοιαζε με αποθήκη. Γύρω της έβλεπε σκόνη και παλιά, σπασμένα αντικείμενα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη.

Το πόμολο ήταν κρύο και ένας τσιριχτός ήχος ακούστηκε με το άνοιγμα της πόρτας. Μπροστά της εκτεινόταν ένας ξεβαμμένος λευκός διάδρομος.

Ένας άνδρας ντυμένος με μια λευκή ρόμπα έτρεχε προς το μέρος της με μια τεράστια ένεση. Πίσω του μια μεσήλικη γυναίκα με κουρασμένα μάτια τον ακολουθούσε σπρώχνοντας ένα άδειο αναπηρικό καρότσι. Η Αλίκη άνοιξε το στόμα της για να τους μιλήσει πριν συνειδητοποιήσει πως αυτοί δεν μπορούσαν να την δουν.

Συνέχισε να προχωρά. Στους τοίχους υπήρχαν γυάλινες πόρτες και παράθυρα που έβλεπαν το καθένα σε διαφορετικά δωμάτια. Σ'ένα απ'αυτά ένας ηλικιωμένος άνδρας χόρευε με το πτώμα μιας γυναίκας, που είχε στο κεφάλι της καρφωμένο έναν μπαλτά. Σ'ένα άλλο μία έφηβη με ανάκατα κατσαρά μαλλιά έγραφε στο τζάμι τη λέξη "Βοήθεια",την οποία είχε γράψει σχεδόν σε όλο το τζάμι.

Η Αλίκη άρχισε να τρέχει, μέχρι που έφτασε στο τέλος του διαδρόμου, όπου βρήκε μια πόρτα. Ήταν ξεκλείδωτη.

Η Αλίκη στην Χώρα των Τεράτων Where stories live. Discover now