Κεφάλαιο 12

101 16 2
                                    

Αναστασία

Η Αναστασία ύστερα από εκείνο το φοβερό πρωινό που είχε περάσει είχε καταφέρει να φτάσει στη Ευελπιδων. Μελέτησε όλες τις δικογραφίες και όλα αυτά που αποτελούσαν κομματι της ρουτίνας της δουλειάς της.

Ο Μάνος είχε εξαφανιστεί από το πρωί. Για κάτι εξωτερικές δουλειές της είχε πει.

Η ώρα ήταν αργά το απόγευμα και έκανε το διάλειμμα της. Έκανε βάρδια εκείνο το απόγευμα.

Το νέο για τον γάμο της είχε διαδοθεί σε ολα τα γραφεία της Ευελπίδων.
Στο γραφείο της εκείνη την ώρα υπήρχαν πέντε συνάδελφοι που της έδιναν συγχαρητήρια για την άριστη επιλογή της να παντρευτει τον Μάνο.

<<Μπράβο σου Αναστασία που το αποφάσισες. Έκανες την καλύτερη επιλογη. Δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή από τον Μανο>> αναφώνησε μας από τους συναδέλφους.

<<Μπράβο. Εγώ τον ήξερα τον Μάνο από την ώρα που πρωτοήρθε εδω. Πάντα ξεχωριζε αυτό το παιδι. Τι ήθος, τι αρχες. Αλλά η πλήρη καταξίωση του άντρα έρχεται μέσα από την δημιουργία της οικογένειας. Και σε αυτο υπήρξε τυχερός.>> συμπλήρωσε ο δεύτερος συνάδελφος.

Η Αναστασία είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Τους είχε τόση ώρα πάνω από το κεφάλι της και το μονο που έκαναν ήταν να θαυμάζουν το Μάνο και αυτά που έχει κάνει.

Κάποια στιγμή της ήρθε να σηκωθεί όρθια να τους στείλει όλους στο διάολο και να φύγει από εκεί μέσα. Αλλά δεν μπορούσα να το κάνει είχε πάρει τις αποφάσεις της και θα τις ακολουθούσε κατά γράμμα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάρισε στους συναδέλφους της ένα τέλος πάντων χαμόγελο.
<<Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια για τις ευχές σας, για την καλή διάθεση που δείχνετε απέναντι στον σύζυγό μου ωστόσο το θέμα το εξαντλήσαμε. Δυστυχώς υπάρχουν πολλές δουλειές που πρέπει να κάνω σήμερα εφόσον ο Μάνος λείπει όλη την μέρα...>>

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει γιατί εκείνη ακριβώς την στιγμή όλο το κτίριο σείστηκε από άκρη σε άκρη από μια βαβούρα. Ποδοβολητα και άγριες φωνές ακοθστικαν.

Ώρα για δουλειά σκέφτηκε η Αναστασία.

<<Μα τι γίνεται εκεί έξω;>> απόρησε ένας από τους συναδέλφους.

<<Πάω να δω.>> είπε η Αναστασία αλλά πριν προλάβει να σηκωθεί από την θέση της άνοιξε η πόρτα.

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων έκανε την εμφάνιση του ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας ο Γιάννης Νικολαου συνοδευόμενος από τέσσερις ανώτατους αξιωματικούς της αστυνομίας που έσερναν ένα άνθρωπο ο οποίος δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.

Ξαφνικά τα μάτια της Αναστασίας γουρλωσαν διάπλατα και έμοιαζαν σαν πιατακια του καφε.

Οχι. Αδύνατον. Όνειρο είναι.

Μπροστά της κοιτάζοντας τη με βλέμμα εξίσου έκπληκτο στέκονταν ο άνθρωπος που παραλίγο να τον σκότωνε σημερα, αυτός με τα μπλε μάτια και το σημάδι στο μάγουλο.

Ευτυχώς μέσα στο γενικότερο χάος που επικράτησε στο γραφείο εκείνη τη στιγμή κανείς δεν πρόσεξε τον κατηγορούμενο και εκείνη να κοιτάζονται με αυτό τον τρόπο.

Τώρα είχε την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει για τα καλά πόσο έμοιαζαν τα μάτια τους, είχαν το ίδιο ακριβώς χρωμα.

Κανείς άλλος όμως δεν παρατήρησε την ομοιότητα, άλλωστε κανείς από αυτούς που βρίσκονταν στο γραφείο της δεν μπορούσε να γνωρίζει τι είχε γίνει ανάμεσα τους σήμερα το πρωι.

Καθώς οι ματιές τους ήταν διασταυρωμένες ασυναίσθητα της ήρθε στο μυαλό όλα αυτά που σκέφτονταν και τους προορισμούς που είχε διαλέξει στην ζωή της.

Η Αναστασία κατάλαβε ότι όλα αυτά που είχε περάσει και τις αποφάσεις που είχε παρει τον τελεύταιο καιρό ήταν σημάδια της μοιρας, βηματα προσεκτικά σχεδιασμένα από το άγνωστο για να την οδηγήσουν σε αυτήν εδώ την συνάντηση η οποία χωρίς να ξέρει το πώς και το γιατί επροκειτο να είναι καθοριστική για την ζωή της.

Να πάρει ο διαολος, αυτό το απελπισμένο γκρίζο βλέμμα ήταν βλέμμα ανθρώπου αθώου...

Παραδόξως αλλά και ευτυχώς αυτή η τελευταία ανεπίτρεπτη σκέψη την έκανε να συνέλθει. Εδώ παιζοντουσαν πολλά. Ο ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας δεν θα συνόδευε πότε έναν αθώο ούτε θα τον έσερνε στην εισαγγελία με χειροπέδες. Όσο για την ίδια ήταν υπερβολικά έντιμη για να αφήσει ανεξήγητους συναισθηματισμούς και προσωπικές εκτιμήσεις να την απροσανατολιζουν  και εντέλει να την εμποδίσουν να κάνει σωστά την δουλειά της.

Έσπασε τα αόρατα δεσμά που τους έφεραν για μια στιγμή κοντά με αυτόν τον άγνωστο και άνοιξε το στόμα της να μιλήσει.

Ήρθε η ώρα να κάνει σωστά την δουλειά της.

Η μοίρα μόλις είχε ξεκινήσει το παιχνίδι της. Κανείς από τους δυο  δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτά που θα ζουσαν και αυτά που θα ανακάλυπταν.

Δυο ψυχές ίδιες και άγνωστες μεταξυ τους βρίσκονται μπλεγμένη στα δίχτυα μιας επικίνδυνης συνωμοσίας.

Χαμένα  Όνειρα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora