𝒞𝒽𝒶𝓅𝓉𝑒𝓇 𝟣

26 0 0
                                    



Κάθε μέρα ξυπνούσα από τις φωνές των γονιών μου κάνοντάς με να μισώ την ζωή στην Αθήνα. Το είχα πάρει απόφαση τώρα που έκλεισα τα 18 θα φύγω. Η Αθήνα πια είναι για μένα ένα παρελθόν. Το έχω σκεφτεί χιλιάδες φορές και νομίζω ότι ήρθε η ώρα . Θα τα αφήσω όλα πίσω μου και θα ξεκινήσω το ταξίδι μου για το Λονδίνο. Μόνο ένα άτομο μπορεί να καταλάβει πως πραγματικά αισθάνομαι. Ο Γιάννης. Και θα πάω να τον βρω.

Έκλεισα το ημερολόγιο μου και το άφησα πάνω στο γραφείο. Κοίταξα από το παράθυρο του δωματίου μου και παρατήρησα τους ανθρώπους να περπατάνε στο δρόμο για τελευταία φόρα. Μόνο ένα άτομο θα μου λείψει. Η Ρεβέκκα.

Η Ρεβέκκα είναι η κολλητή μου από το σχολείο. Μαζί μεγαλώσαμε. Ξέρουμε τα πάντα η μια για την άλλη και δεν μπορώ να κρατήσω ένα τόσο μεγάλο μυστικό από αυτήν. Η Εξαφάνιση μου από την Αθήνα θα την ανησυχήσει και αυτό δε το θέλω.

Πήρα το κινητό από την τσάντα μου και έστειλα μήνυμα στην Ρεβέκκα. Έλα να με βρεις απόψε στο γνωστό μας μέρος. Πάτησα αποστολή στο μήνυμα και απενεργοποίησα το κινητό μου. Απόψε θα της τα πω όλα.

Άνοιξα για ακόμα μια φορά το ημερολόγιο μου και έκανα μια λίστα με τα πράγματα που θα χρειαζόμουν για το ταξίδι.

Πήρα την βαλίτσα μου από την ντουλάπα και την άφησα ανοιχτή πάνω στο κρεβάτι μου. Τοποθέτησα όλα τα ρούχα μέσα στην βαλίτσα που θα χρειαζόμουνα για το ταξίδι . Άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου μου και πήρα το διαβατήριο μαζί με τα λεφτά που μάζευα για την Νέα Υόρκη. Τα έβαλα μέσα και έκλεισα την βαλίτσα ακουμπώντας την στο πάτωμα. Ένα μόνο πράγμα έλειπε. Να το μάθουν οι γονείς μου.

Έσκισα μια σελίδα από το ημερολόγιό μου και άρχισα να γράφω αυτά που δεν μπορούσα να τους πω. Έγραφα και ξανάγραφα όμως δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω την απόφαση μου. Στο τέλος μια φράση μπόρεσα να γράψω. Θα Φύγω.

Δίπλωσα το γράμμα και το έβαλα στην τσέπη μου. Βγήκα από το δωμάτιο κρατώντας την βαλίτσα στο χέρι και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο τους αφήνοντας το γράμμα πάνω στο κρεβάτι . Κατέβηκα αθόρυβα τα σκαλοπάτια του σπιτιού για να μην με καταλάβουν. Βρίσκονταν στο σαλόνι όμως οι φωνές τους ηχούσαν σε όλο το σπίτι. Άρπαξα τα κλειδιά από τον πάγκο της κουζίνας και κατευθύνθηκα προς το γκαράζ. Μπήκα μέσα στο παλιό αυτοκίνητο μου και έφυγα πραγματοποιώντας την απόφαση μου. Το μόνο που έλειπε για να φύγω ήταν η Ρεβέκκα. Άραγε θα δεχόταν την απόφαση μου ή θα με ικέτευε για να μείνω.

Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι να κάνει την εμφάνιση της η Ρεβέκκα. Η ώρα περνούσε και η αγωνία μου μεγάλωνε. Προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου για να καταλήξω σε αυτά που ήθελα να της πω. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να την αφήσω πίσω. Όμως έπρεπε να το κάνω. Χρειαζόμουν χρόνο για τον εαυτό μου, χρειαζόμουν τον Γιάννη.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν άκουσα την φωνή της Ρεβέκκας. Ήρθε η ώρα να μάθει την αλήθεια. Πήρα μια ανάσα και βγήκα από το αυτοκίνητο μου. Πλέον η Ρεβέκκα στεκόταν δίπλα μου. Την αγκάλιασα και τις είπα ''Θα φύγω'' καθώς βρισκόμουν στα δυο της χέρια.

''Αλίνα τι εννοείς; Που θα πας;'' Την άκουσα να μου λέει καθώς με άφηνε από την αγκαλιά της. Την κοίταξα στα μάτια και πήρα μια ανάσα για τελευταία φόρα.

''Θα φύγω από την Αθήνα. Γι' αυτό σου ζήτησα να έρθεις εδώ.'' Της είπα προσπαθώντας να μην βάλω τα κλάματα με την απόφαση που πήρα.

''Θα φύγεις; Που θα πας Αλίνα; Τι είναι αυτά πού λες.'' Μου είπε ενώ βρισκόμουν για ακόμα μια φορά στην αγκαλιά της.

''Θα Πάω στο Λονδίνο.''

'' Αλίνα γιατί να πας στο Λονδίνο;'' Τα δάκρυα μου άρχιζαν να κυλούν στο πρόσωπο μου.

'' Συγνώμη Ρεβέκκα πρέπει να φύγω. Χρειάζομαι χρόνο για τον εαυτό μου.'' Μόνο αυτό μπορούσα να της πω και με πήρε για τελευταία φορά αγκαλιά.

''Θα έρθω μαζί σου'' την άκουσα να λέει και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη μου.

Ήταν πλέον μεσάνυχτα. Έσκισα μια ακόμα σελίδα από το ημερολόγιο μου και την έδωσα στην Ρεβέκκα. Άρχισε να γράφει. Πέρασαν δέκα λεπτά μέχρι να σταματήσει να γράφει. Ήταν τόσο εύκολο γι' αυτήν να εκφράσει αυτά που ήθελε να τους πει. Θα έχουμε γυρίσει μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Σας το υπόσχομαι. Ήταν η τελευταία φράση που έγραψε. Δίπλωσε το γράμμα στα δύο και γύρισε προς το μέρος μου λέγοντας μου '' Ήρθε η ώρα''.

Βγήκαμε από το αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι της. Μπήκαμε από το παράθυρο προσπαθώντας να είμαστε όσο πιο αθόρυβες γίνεται. Ανεβήκαμε αργά-αργά τα σκαλοπάτια φτάνοντας στην πόρτα του δωματίου της. ''Περίμενε με εδώ'' μου είπε μπαίνοντας μέσα.

Αρχίζω και μετράω τα λεπτά. Κάθε λεπτό που περνάει. Φοβάμαι. Φοβάμαι τόσο πολύ. Αν κάτι πάει στραβά θα αναγκαστώ για ακόμα μια φορά να μείνω στην Αθήνα. Να ζω μέσα σ' έναν εφιάλτη. Έναν εφιάλτη χωρίς τελειωμό.

Έγραψα για ακόμα μια φορά στο ημερολόγιο μου μέχρι που εμφανίστηκε η Ρεβέκκα.

''Είμαι έτοιμη'' μου είπε ενώ κράταγε την βαλίτσα στο χέρι. Έβαλα το ημερολόγιο μου στην τσάντα και γυρνώντας προς το μέρος της είπα ''Καλύτερα να πηγαίνουμε.''

Βγήκαμε από το παράθυρο του σπιτιού και κατευθυνθήκαμε προς το αμάξι. Έβαλα την βαλίτσα της Ρεβέκκας στο πορτμπαγκάζ και έκατσα στην θέση του οδηγού. Φόρεσα την ζώνη μου καθώς έβαζα μπρος στην μηχανή του αυτοκινήτου.

''Φεύγουμε;'' Με ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος μου.

''Φεύγουμε'' της είπα και ξεκινήσαμε για Λονδίνο.  

✨Όσο Πιο Μακριά✨Where stories live. Discover now