Η ημέρα αρχίζει. Ο ήλιος βγαίνει και τα πουλιά κελαηδούν.
Η γνωστή φωνή της μάνας έτοιμη πάντα ακριβώς στις 7 και τέταρτο, με στόχο να ξυπνήσει τον γιο τής ακούγεται.
- Ξύπνα Δημήτρη, 7 και 16 είναι η ώρα. Θα αργήσεις. Δεν προλαβαίνω να σου κάνω πρωινό. Θα αργήσω και θα με απολύσουν. Με αποτέλεσμα; Να μείνουμε στον δρόμο.Τις ίδιες φράσεις κάθε βδομάδα ακούει ο Δημήτρης. Τις έχει μάθει απέξω πια λέει. Η κυρία Αλίκη, 49 ετών μόνη της μεγαλώνει ένα παιδί. Ο πατέρας του παιδιού δεν ζει πια. Την αιτία την γνωρίζει μόνο η μητέρα. Ο Δημήτρης συνεχώς ρωτάει να μάθει, μα η κακομοίρα δεν του απαντάει. Η κυρία Αλίκη δουλεύει ως αεροσυνοδός στην πιο γνωστή αεροπορική εταιρία ολόκληρης της χώρας. Με αποτέλεσμα αφού ζουν σε χωρίο έξω από την πόλη, να ταξιδεύει τουλάχιστον καθημερινά 40 λεπτά. Παρόλα αυτά τα έξοδα της οικογένειας δεν είναι και σε καλή κατάσταση αφού τα μισά λεφτά και μόνο πάνε στο φως, το νερό, τη βενζίνη.
Ο Δημήτρης σηκώνεται. Με το γνωστό ύφος κάθε έφηβου 16χρονου να πάει σχολείο να μάθει γράμματα. Ο Δημήτρης είναι ο κλασσικός έφηβος, του λέει η μαμά του. Σπυράκια, νεύρα, αντιδραστικότητα, αλλαγή φωνής και σώματος χαρακτηρίζουν πιστεύει τον συνηθισμένο έφηβο. Έτσι ακριβώς και ο γιος της.
Πάει στο μπάνιο. Κατουράει, πλένεται, ξυρίζεται. Κάθε μέρα τα ίδια, εκτός του ξυρίσματος.
- Πάλι καλά πασά μου που πρόλαβα να σε ετοιμάσω, το φαγητό σου να φας. Να παχύνεις και λίγο ρε αγόρι μου. Τι να αυτό πια με εσένα; Νισάφι. Παναγία μου πάχυνε λίγο.
- Σταμάτα μάνα δεν σε αντέχω κάθε πρωί. Τα ίδια και τα ίδια. Και μην λες ότι δεν προλαβαίνεις αφού πάντα προλαβαίνεις. Και το ξέρεις. Και τι πας και κάνεις αφού δεν πετάς
Η γνωστή και αυτή φωνή του αγοριού. Βαριά. Με ένα ύφος νεύρου και ειρωνείας πάντα. Τότε οι κανόνες για μια αεροσυνοδό έλεγαν ότι για να πάρεις την θέση πρέπει να βρίσκεσαι κάθε μέρα στο αεροδρόμιο έστω και για τυπικούς λόγους, ή ακόμα και για να μπεις στην θέση καμιάς άλλης, σε περίπτωση που αυτή πάθει κανένα ατύχημα.
- Άντε βρε σταμάτα, και φάε εκεί την μαρμελάδα που σε έφτιαξα με το ψωμί. Αλήθεια σου αρέσει; Είναι μαρμελάδα κεράσι. Ξέρω ότι όλοι τρελαίνονται. Να η θεία σου η Δέσποινα και η γιαγιά σου η Καλλιρρόη ξέρω εγώ τουλάχιστον ότι παθαίνουν πλάκα. Είδες πως τα μαθαίνω και εγώ αυτά τα καινούρια, τις εκφράσεις δηλαδή.
Ο Δημήτρης και η Αμαλία ζούσαν σε ένα τεράστιο κτήμα, με ακόμα 3 σπίτια. Συγγενείς όλοι. Θείοι, θείες, ξαδέλφια. Ένας καταπράσινος τόπος χαλάρωσης. "Παράδεισος, παράδεισος" το έλεγε η θεία Κατερίνα και Στέλλα που έμεναν επίσης μαζί τους. Όλο το σοι μαζί. Είχαν να το λένε.
- Αχ! Χρίστε και Παναγία. Άντε 8 παρά 10 είναι θα αργήσεις που να μην σε γένναγα. Άντε αγόρι μου. Άντε ντύσου πριν χτυπήσει το κουδούνι και πάρεις και άλλες απουσίες. Πρέπει και τις άλλες 28 να πάω να τις δικαιολογήσω. Άντε άντε. Πρέπει να πάω και στο φαρμακείο.
- Τώρα ρε μάνα αμάν. Και στο φαρμακείο τι θα πας να κάνεις; Πες μου τι θέλεις να στο πάρω εγώ.
- Άσε άσε. Δεν είσαι για τέτοια εσύ. Μόνο με το κινητό τηλέφωνο ξέρεις να ασχολείσαι. Πάνε τζάμπα εκεί και τα 120 ευρώ που έδωσα.
- Τι τζάμπα μωρέ; Τι λες;
- Παράτα με. Θα πάω εγώ στο φαρμακείο. Έχω δουλείες.
Ο Δημήτρης αφού έφαγε όπως πάντα το μισό κομμάτι μαρμελάδας με ψωμί πήγε να ντυθεί, όσο η μάνα του έπλενε τα πιάτα. Φόρεσε μια άσπρη φανέλα, με μια ζακέτα γκρι, ένα παντελόνι μαύρο, παπούτσια millenium και ήταν έτοιμος στις 8 και 10.
- Έτοιμος μάνα.
Φώναξε. "Έρχομαι αγόρι μου και εγώ. Λίγο πούδρα να βάλω και έφτασα. Πάνε στο αμάξι. Τα κλειδιά τα έχω δίπλα στον καναπέ της εξώπορτας. Να ανοίγεις ξέρεις. Πάνε και έρχομαι πουλί μου". Το αγόρι αφού πάει να πάρει τα κλειδιά καταλαβαίνει ότι δεν είναι αυτά. Φωνάζει την μάνα του.
- Μάνα δεν είναι εδώ τα κλειδιά. Εδώ είναι άλλα κλειδιά. Του σπιτιού. Και κάτι άλλα που δεν ξέρω που χρησιμεύουν.
Αφού βγαίνει η μάνα του από το μπάνιο του λέει:
- Αχ! Έτοιμη και εγώ. Πως είμαι; Ναι αγόρι μου συγγνώμη αυτά είναι του σπιτιού. Το 1 δηλαδή. Τα άλλα 3 είναι των σπιτιών των θείων σου. Που μένουν δίπλα μας. Στο έχω πει 100 φορές τι δεν θυμάσαι απορώ; Τέλος πάντων. Ναι τα κλειδιά του αυτοκινήτου είναι δίπλα στο κομοδίνο μου. Τα ξέχασα εκεί. Αμάν και εγώ. Είσαι και εσύ, άλλα είμαι και εγώ. Το DNA μάλλον.
- Εσύ; Εσύ γιατί κρατάς τα κλειδιά των άλλων σπιτιών; Δεν καταλαβαίνω. Και που ξέρεις μπορεί να έχω πάρει από τον μπαμπά μου.
Είπε το αγόρι με ένα κόψιμο. Λύγισε.
- Τα αφήνω γιατί πασά μου πηγαίνω κάθε μέρα. Ξεσκονίζω, σκουπίζω, καθαρίζω.
Δεν απάντησε στην άλλη ερώτηση. Και η ίδια δείλιασε.
- Αλήθεια πότε θα έρθουν τα ξαδέλφια μου και οι θείοι μου;
- Αγόρι μου σου είπα έχουν πάει ταξίδι στη Ρόδο. Εμείς δεν είχαμε αρκετά λεφτά. Μάλλον μου είπαν, απ'όσο θυμάμαι δηλαδή ότι έρχονται στις 14 Νοεμβρίου. Κάπου εκεί. Σε μια βδομάδα δηλαδή. Δεν ξέρω. Άντε πάμε τώρα αργήσαμε 8 και 20 η ώρα. Πάμε!
YOU ARE READING
Δαιμονική Παράνοια (Demonic Lunacy)
Mystery / ThrillerΈνα μοναχικό αγόρι μόνο του σε ένα τεράστιο κτήμα. Ένας άντρας με σκοπό τον αποκεφαλισμό του αγοριού.