Μάζεψε τα μήλα.
Γύρω στις 2 παρά είκοσι, βγάζει τη μηλόπιτα από το φούρνο. Φτηνός. "Έτοιμη και γευστικότατη", είπε.
Αναρωτιόταν ακόμα, με άγχος, με δισταγμό τι να του πει; Πως να τον ηρεμίσει. Δεν ήξερε την αντιδρασή του. Πρώτη φορά μόνος.
Έλεγε και ξανά έλεγε "πρώτη φορά μόνος". Το ίδιο πολλές φορές. Η μητέρα δάκρυσε. "άντρας έγινε ο φουκαράς, ο άτιμος". Είπε. Μόνη της.
Η μηλόπιτα είχε θεσπέσια μυρωδιά. Ξαφνικά ακούει τον γιό της. Ανέβαινε την κατηφόρα με χαρά να πάει σπίτι του να χαιρετήσει την μάνα του την ταλαιπωρημένη. Να την βοηθήσει. Την αγαπούσε πολύ. Ευτυχώς. Η Αμαλία ακούγοντας τον θόρυβο της πέτρας που έσερνε με το παπούτσι του καταλαβαίνει τον γιό της.
"Αχ. Τα ίδια χνάρια με τον πατέρα σου έχεις άτιμε. Άτιμε" είπε από μέσα της.
Το παίδι μπαίνει. Αφήνει, βασικά πετάει την τσάντα του κάτω. Μύρισε κατευθείαν την μηλόπιτα.
"Τι μοσχοβολάει έτσι; Τι μου έφτιαξες; Σου έλειψα και μου την ετοίμασες την applepie;" είπε.
Ήξερε και αγγλικά, και απ'όλα.
"Κάτσε παιδί μου, πρέπει να σου πω." είπε η Αμαλία.
"Θα στο πω και ότι γίνει ας γίνει. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι".
Το παιδί κάθησε στον πράσινο καναπέ. Πανάκριβος ήταν. Όλοι τον ζήλευαν. Αφράτος, μεγάλος. Για την τότε εποχή κόστιζε μια περιουσία.
"όχι τα βρώμικα παπούτσια σου, στο έχω πει όχι στον καναπέ. Είσαι και εσύ όμως! Δεν ακούς, δεν ακούς και νευριάζω." είπε με νεύρα από το άγχος της.
"Ωχού. Αμάν. Πες μου τι θέλεις. Τι έγινε;" είπε το παιδί με νευριασμένη φωνή, με μια δόση αγωνίας όμως.
"Μου ανακοίνωσαν ξαφνική πτήση. Στην ισπανία. Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι στο αεροδρόμιο, και δεν προλαβαίνω. Θα μείνεις μόνος σου. Επιτέλους το είπα. Ξέρω ότι έχεις άγχος ίσως. Φοβάσαι; Με το δίκιο σου, αλλά δεν μπορώ ούτε να σε πάρω μαζί μου όυτε έχουμε κάποιον άλλον συγγενή να μείνεις μαζί του. Συγχώρεσε με. Αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μου είπαν ότι μάλλον θα μου δώσουν μια επιπλέο δόση χρημάτων. Δεν ξέρω πόσα. Πες μου τι σκέφτεσαι." είπε.
Το έβγαλε από μέσα της.
BẠN ĐANG ĐỌC
Δαιμονική Παράνοια (Demonic Lunacy)
Bí ẩn / Giật gânΈνα μοναχικό αγόρι μόνο του σε ένα τεράστιο κτήμα. Ένας άντρας με σκοπό τον αποκεφαλισμό του αγοριού.