Κεφάλαιο Δεύτερο

60 4 0
                                    

Μια καυτή αίσθηση κουλουριάστηκε στο στομάχι του Σεμπάστιαν, πιέζοντας το και δένοντας το σε κόμπο. Για αυτόν τον λόγο ο βρετανός αξιωματικός βρισκόταν εκεί και μάλιστα στο πιο κοντινό τραπέζι από εκεί που θα κατέβαινε η Λορένα. Αναδεικνύοντας τους αδιάλλακτους αγγλικούς του τρόπους, έσκυβε σε μια βαθιά υπόκλιση καθώς τα χείλη του φιλούσαν το χέρι της. Η σκηνή ήταν σε απόλυτη αντίθεση με την ατμόσφαιρα της ταβέρνας - ίσως και ολοκλήρου του νησιού.

Φάνηκε να μιλούν για λίγο. Η Λορένα κούνησε αργά και σαγηνευτικά τα χείλη της, χαμογελώντας αχνά αλλά ψεύτικα. Ο αξιωματικός άφησε το χέρι της και της έτεινε να κάτσει δίπλα του. Ο Σεμπάστιαν τους παρακολουθούσε στενά, παίζοντας αφηρημένα με την κούπα κρασί που είχε στα χέρια του. Η Λορένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και χαμογέλασε απολογητικά, μιλώντας ξανά και ύστερα απομακρύνθηκε από τον αξιωματικό, παίρνοντας τη θέση σε ένα κενό τραπέζι σχεδόν απέναντι από το τραπέζι του αξιωματικού αλλά πιο κοντά στο τραπέζι του Σεμπάστιαν. Ο αξιωματικός την κοίταξε αποσβολωμένος για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα απογοητευμένος. Έσκυψε το κεφάλι και κάθισε ξανά στη θέση του, πιάνοντας σταθερά την κούπα με το κρασί του και κατεβάζοντας απότομα μια μεγάλη γουλιά.

Τα μάτια του Σεμπάστιαν, όμως, επέστρεψαν στην καστανή γυναίκα για να παραμείνουν εκεί για αρκετή ώρα. Την είδε να κάθεται με αέρινο τρόπο στην ξύλινη καρέκλα και να βάζει τα χέρια της στο τραπέζι, παίζοντας με κάτι που έμοιαζε με κολιέ. Τα μάτια πολλών βρίσκονταν κολλημένα πάνω της, συμπεριλαμβανομένου και του Άγγλου αξιωματικού, όμως εκείνη δεν έδειχνε να δίνει σημασία, σα να το είχε συνηθίσει. Το κεφάλι της ήταν χαμηλωμένο και προσηλωνόταν στο κολιέ στα χέρια της λες και εκείνο ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που κατείχε. Ο Τζαμάρκο την πλησίασε και της άφησε μια κούπα κρασί, ενώ εκείνη δεν σήκωσε καν το βλέμμα να τον κοιτάξει.

Ξαφνικά, λες και ο Σεμπάστιαν είχε φωνάξει το όνομα της, το βλέμμα της σηκώθηκε και καρφώθηκε κατευθείαν πάνω του, κόβοντας στιγμιαία την ανάσα του. Δεν αποπειράθηκε όμως να στρέψει τη ματιά του αλλού. Τα αμυγδαλωτά της μάτια τον κοιτούσαν ανέκφραστα, σταθερά και καθηλωτικά και βλαστήμησε από μέσα του που δεν κατάφερνε ακόμη να προσδιορίσει το χρώμα τους. Το ίδιο απότομα, σταμάτησε να τον κοιτάζει, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της.

"Πρέπει να της μιλήσω", ξεστόμισε βραχνά ο Σεμπάστιαν, παρατηρώντας την χωρίς να ντρέπεται για το έντονο βλέμμα του. Δεν κατανοούσε γιατί μέσα του χτιζόταν σιγά σιγά μια φλεγόμενη ανάγκη να την πλησιάσει. Δεν θα αφιέρωνε, όμως, ενέργεια στο να ψάξει το γιατί. Ήθελε απλώς να το κάνει.

Ai ajuns la finalul capitolelor publicate.

⏰ Ultima actualizare: Jul 09, 2022 ⏰

Adaugă această povestire la Biblioteca ta pentru a primi notificări despre capitolele noi!

Λορένα: Η Επανένωση Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum