Πορτοκαλί και μαύρα φώτα στολιζουν το κέντρο της Αθήνας.
Αδύναμες ψυχές και άλογες σκέψεις στολιζουν το κέντρο του κόσμου.
Ανάμεσα στις κοφτες ανάσες του χτες και τα βογγιτα του αύριο, σφηνωνει το ασταμάτητο τραγούδι του παιδιού.
Αν άκουγε κάνεις τους στίχους, θα μαθαινε τις αλήθειες και τα ψέματα των κοσμων, τις βενταλιες των αστεριών και τις πολυπροσωπες φιλοδοξίες τον μεγάλων και τρανων.
Κανείς ομως δεν ακούσει το τραγούδι του παιδιού.
Προτιμούν να τεντωνουν τα αυτιά τους για να πιάνουν τις ψηλές νότες των ψέματα που στοιχιωνουν την Ερμού.
Να κάνουν απόλυτη ησυχία όταν φωνάζουν οι φασίστες στις πλατείες.
Να δυναμώνουν την μουσική στα ακουστικά τους όταν περνούν τους φτωχούς.
Γιατί η δυστυχία δεν έχει θέση στις μικρές, συχαμερες ζωές τους.
Αν αποσπουσανε έστω και για λίγο την προσοχή τους από τις ιδιλιακες αποτυχίες τους, και θυμωντουσαν να ακούσουν το τραγούδι του παιδιού, θα γνωρίζανε.
Το παιδί τραγουδάει στην άκρη του συντάγματος.
Έξω απτην βουλή, εκεί, κοντά στους τσολιαδες.
Στις βάρκες που διασχίζουν τους παγωμένος ωκεανούς.
Στα μικρά διαμερίσματα δίχως ηλεκτρικό.
Στις καρδιές εκείνων που ακούνε.
Τα παιδιά πάντα τραγουδούσουν, και πάντα θα τραγουδάνε.
Άκου.
