Είναι από εκείνα τα βράδια που δεν σε νοιάζει να χωθείς στο κρεβάτι και να κουκουλωθείς ή να πας στο σπίτι σου μετά από μία βόλτα στη βροχή να αλλάξεις και να πιεις μια ζεστή σοκολάτα. Γιατί να σε νοιάξει να πέσεις στο κρεβάτι σου ενώ ξέρεις πως πλέον δεν ανήκεις πουθενά; Γιατί να θες να τρέξεις στο σπίτι όταν ξέρεις πως είναι απλώς τέσσερις τοίχοι κι όχι το καταφύγιό σου; Πως το καταφύγιό σου το έχασες; Απλώς συνεχίζεις να περπατάς στην βροχή..και συνεχίζεις... και συνεχίζεις...και καταλαβαίνεις..Καταλαβαίνεις ότι νιώθεις καυτά τα μάγουλά σου μέσα στο κρύο γιατί η ψυχή σου έχει την δική της καταιγίδα.. Τα μάτια ρίχουν την δική τους βροχή... Κι αν οι περαστικοί ξεπαγιάζουν από τον χειμώνα που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του, εσένα δεν σε νοιάζει γιατί έξω σου καις...καις και καίγεσαι για όλα όσα σε έκαψαν κάποτε, για όλους τους χειμώνες που ξεπαγιάζουν όλο σου το είναι εδώ και χρόνια.
Βγαίνεις από τον ατελείωτο συλλογισμό σου και κοιτάς μπροστά.
''Μα καλά, που έφτασα εδώ πέρα; '' σκέφτεσαι. Οι ώρες και τα χιλιόμετρα πέρασαν σαν αστραπή και εσύ δεν πήρες χαμπάρι για ακόμα μία φορά.
Είσαι ξανά στην παραλιακή. ''Μια βουτιά'' σκέφτεσαι, ''μια βουτιά να ξεπλύνω από πάνω μου κάθε χαοτική σκέψη.'' Μα δεν το ήξερες καρδιά μου; Δεν το ήξερες ότι το χάος ξεκινάει πάντα από μέσα μας;
Αν δεν φύγει από τα σωθικά σου δεν θα σε απαλλάξει τίποτα από τον λαβύρινθο της περισυλλογής και τους δαίμονες των ερωτηματικών σου.
Παίρνω φόρα, τρέχω προς την θάλασσα και λίγο πριν χαθώ στα κύματα σου φωνάζω ''Έλα''
Θέλω να χαθείς μαζί μου ή να σωθείς κοντά μου; Μόνο αν βουτήξεις θα μάθεις..