Κεφάλαιο 4°: "Αληθινή μουσική ρε βλάκα!"

206 37 13
                                    

Σάββατο, 01 Ιουλίου.

 Μέρα με τη μέρα ερχόμασταν όλο και πιο κοντά. Ο Ιούλιος ήταν ο αγαπημένος της μήνας, επειδή, λέει, έχει τόση ζέστη που μπορείς να βρεις δικαιολογίες τόσο γρήγορα, ώστε να βρίσκεσαι στην παραλία όλη την ώρα. Εγώ από την άλλη, προιμούσα το κρύο. Στο κρύο ένιωθα ολοκλρηρωμένος, συν το ότι τα καλοκαίρια μου δεν ήταν ποτέ ωραία. Πλέον, τα καλοκαίρια τα μισώ

 Η γνωριμία με τη Σάμμερ με ωφέλησε σε πολλά. Μου έμαθε τόσα καινούρια πράγματα, καθώς και πώς μπορώ να περνάω χρόνο μόνος μου ποιοητικά, αφού μπορεί να υπήρχαν στιγμές που δε θα ήταν αυτή εκεί. Πρώτος συναγερμός, τον αγνόησα

 Και εκεί που καθόμασταν στην παραλία, αγκαλιά, κοιτάζοντας τον ήλιο που έδυε, σα να της ήρθε αναλαμπή, σαν κάτι που ξέχασε το θυμήθηκε, τσίριξε χαρούμενη. 

 «Πάμε σπίτι;» 

 «Γιατί; Τί έγινε;» 

 «Σταμάτα να ανησυχείς για τα πάντα και απλώς ακολούθα με!»

 Ναι είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να ανησυχώ για το οτιδήποτε. Μου χρειαζόταν λίγη περιπέτεια, λίγο θάρρος στη ζωή –στις αποφάσεις μου- για να, όπως έλεγε εκείνη: "Να εξερευνήσω τις μυστικές πτυχές του κόσμου". Ω Θεέ! Πόσο δίκιο είχε! Μα και πόσο άδικο...

 Αυτή τη φορά βγήκαμε έξω, στο πίσω μπαλκόνι, εκείνο το μεγάλο, που σου έδινε την ευχαρίστηση της ωραίας θέας που είχες μπροστά σου. Και όχι, δε μιλάω για τη Σάμμερ -μόνο. 

 Κάτσαμε σε μία παλιά αιώρα, ή τουλάχιστον αυτή έκατσε, εγώ αρκέστηκα σε μια φαρδιά πολυθρόνα απέναντί της ακριβώς. Δε θύμιζε και μπαλκόνι, πιο πολύ δωμάτιο με γκρεμισμένους τοίχους. 

 «Έχεις τα ηχεία σήμερα;» 

Τη θυμάμαι να τα βάζει στο τέρμα, χωρίς να την ενδιαφέρει εάν οι γείτονες ήθελαν να κοιμηθούν ή ότι ήταν ώρα κοινής ησυχίας, οπότε έτσι κι αλλιώς έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. 

 Η μουσική αντιπροσώπευε πλήρως τη Σάμμερ. Αυτό το δυνατό, την αδεναλίνη και τη χαρά που γέμιζε τα σωθικά σου –αυτό ήταν η Σάμμερ. Ή τουλάχιστον, αυτή την πλευρά της προτίμησε να μου δείξει. 

 Το μπουκάλι με το κρασί βρέθηκε στα χέρια της δια μαγείας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτιόμουν εάν είχε κανένα σάκο που έβγαζε μαγικά ό,τι του ζητούσες. Αλλά αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα και η Σάμμερ ήταν αληθινή. Λίκνιζε το κορμί της επιδεικτικά. Εγώ απλώς καθόμουν και τη χάζευα. 

 Εκείνο το γλυκό πρόσωπο, το συνεχώς ηλιοκαμμένο, με τις πολλές φακίδες και τα κατακόκκινα μαλλιά της να το κρύβουν τις περισσότερες φορές. Με τα γαλανά μάτια, που αχνοφαίνονταν δύο μεγάλοι ωκεανοί, ήρεμοι και γαλήνιοι, όπως και το αθώο της βλέμμα κάθε φορά που συναντούσε το χαμένο δικό μου. Ήταν από τα γλυκά κοριτσάκια, που τις έβλεπες ξαφνικά στον δρόμο και ήθελες να τις βάλεις κάτω και να-

 «Μάθιου έλα να χορέψουμε!»

 Και κάπως έτσι σε γύριζε στην πραγματικότητα, ούτε στη φαντασία δε σε άφηνε να ευχαριστηθείς λίγο. Όμως, ήξερε να σε ταξιδεύει. Ήξερε που έπρεπε να σε πάει για να την νιώσεις κοντά σου και εσύ, το δεχόσουν σα να εξαρτιόσουν από αυτό. Εν μέρει, αυτό ίσχυε. 

 Κρατούσε τα χέρια μου σφιχτά, χωρίς να κάνουμε κάτι τρελο. Απλώς κουνιόμασταν δεξιά - αριστερά. Είχε πλάκα. Ήταν χαρούμενη. Και αφού ήταν χαρούμενη, εγώ ήμουν τρισευτυχισμένος και ανακουφισμένος. 

 Δεν ήταν ποτέ χαρούμενη και αυτό το αγνόησα. 

Καλοκαιρινό Κρασί [✓]Donde viven las historias. Descúbrelo ahora