Οι μέρες κυλούσαν υπέροχα. Κάθε μέρα, ερωτευόμουν περισσότερο τον Θάνο. Τις νύχτες, πριν ο αδερφός μου και εγώ κοιμηθούμε, διηγούμουν ιστορίες με γεγονότα από τη μέρα, που πέρασε και το πόσο ωραία θα είναι η επόμενη. Η φαντασία μου διημιουργούσε αστείες και περιπετειώδες ιστορίες με πρωταγωνιστή το Θανάση, εμένα ως μια γοργόνα και τον αδερφό μου ως ένα μεγάλο ψάρι (τότε ο αδερφός μου φοβόταν πάρα πολύ τα ψάρια, κυρίως τα μεγάλα ψάρια).
Θυμάμαι, μια φορά είχαμε "πιάσει" μικρά ψαράκια με το στρώμα του Θάνου και επειδή δεν θέλαμε να τα σκοτώσουμε, τα αφήσαμε ελεύθερα στη θάλασσα να μεγαλώσουν, βέβαια ο αδερφός μου γκρίνιαζε πολύ γιατί φοβόταν πως θα μεγαλώσουν πολύ και ότι θα ήθελε να τα βάλει σε γυάλα για να παραμείνουν μικρά.
Ένα πρωί, ο αδερφός μου και εγώ πήγαμε στην παραλία πιστεύοντας πως θα δούμε τον Θανάση εκεί. Όμως, δεν ήταν εκεί, όπως και η βάρκα <<Σούλα>>. Η κυρία Στέλλα, η μαμά της Αγγελικής, μας είπε πως η Αγγελική, ο Θανάσης και ο Παππούς Θάνος είχαν μπει από τα χαράματα στη βαρκούλα, ώστε να ψαρέψουν στα βαθιά νερά. Την ρώτησα "Και πότε θα γυρίσουν;" και μου απάντησε σχετικά ανήσυχα "Το απόγευμα." Αυτή η απάντηση δεν μου άρεσε καθόλου για κάποιο λόγο.
Φόρεσα γρήγορα τα βατραχοπέδιλα μου, βούτηξα στο αλμυρό νερό και έκανα ένα μακροβούτι χτυπώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα τα πόδια μου, ώστε να κάνω όσο μεγαλύτερη απόσταση μπορούσα με μία αναπνοή και το κεφάλι κάτω από το νερό. Πρώτη φορά είχα φτάσει τόσο κοντά στη σημαδούρα της βάρκας <<Σούλα>>. Όλα τα παιδιά γνώριζαν πως όταν κολυμπούσαμε μόνα μας, μπορούσαμε να πάμε μέχρι τις σημαδούρες και ότι πιο βαθιά θα πηγαίναμε μόνο με κάποιον ενήλικα. Εγώ κολυμπούσα γύρω από τη σημαδούρα. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα τόσο μόνη που έλειπε η βαρκούλα αλλά και ο Θάνος. Όσο έκανα κύκλους στο νερό, κοιτούσα συνεχώς δεξιά, αριστερά και προς τα βαθιά νερά, περιμένοντας να δω ένα σημάδι από τη βαρκούλα. Ξαφνικά, εμφανίστηκε δίπλα μου η κυρία Στέλλα με τον αδερφό μου. Η κυρία Στέλλα μου είπε "Θα έρθουν αργότερα και τώρα πρέπει να βγείτε έξω να στεγνώσετε, ώστε να φάτε μεσημεριανό με τους γονείς σας στο σπίτι." Βγήκαμε. Στεγνώσαμε. Φτάσαμε στο σπίτι. Παρακαλούσα τη μητέρα μου να φάμε στην παραλία. Αρνήθηκε. Παρακάλεσα και τον πατέρα μου. Κι αυτός αρνήθηκε. Γι' αυτό, κάτσαμε στο μπαλκόνι οικογενειακώς και φάγαμε. Οι γονείς με τον αδερφό μου κοιμήθηκαν. Κι εγώ καθόμουν στην καρέκλα στο μπαλκονάκι ακούγοντας μουσική ονειρεύοντας το απογευματινό μπάνιο με το Θανάση.
Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο της μαμάς μου. Το σήκωσε η μαμά μου. Κάτι είπε στα γρήγορα, μα δεν κατάλαβα. Έφυγε γρήγορα. Ο πατέρας μου σηκώθηκε λίγο πιο μετά και μου είπε να κάνω ντους. Του είπα πως θα κάνω μετά το απογευματινό μπάνιο και μου είπε πως για σήμερα δεν θα κάνουμε γιατί έγινε κάτι ξαφνικό και θα μου εξηγούσε μετά. Έκανα γρήγορα γρήγορα ντους. Έπειτα, έκανε και ο αδερφός μου ντους. Μετά, ήρθε η μαμά μου από το πουθενά, ανακοίνωσε κάτι στον πατέρα μου με λυπημένο ύφος και αγκαλιάστηκαν παρήγορα.
{...}
Είχε νυχτώσει. Καθόμουν στα σκαλιά του σπιτιού της Αγγελικής και του Δημήτρη. Γνωστός και άγνωστος κόσμος περνούσε από δίπλα μου. Η μαμά μου είχε πει πως ο Παππούς του Θάνου πήγε στον ουρανό. Δεν πολύ κατάλαβα τι εννοούσε. Ήθελα να δω το Θάνο, να τον αγκαλιάσω και να του πω πως εγώ θα έμενα εδώ, δίπλα του και ότι δεν θα έφευγα για πουθενά χωρίς τους ανθρώπους που αγαπώ. Δεν τον είδα. Ούτε εκείνη τη μέρα αλλά ούτε και τις επόμενες μέρες.
Εκείνο το απόγευμα, είχα θυμώσει με τον Παππού του Θάνου, επειδή έκανε όλα τα πρόσωπα λυπημένα και επειδή δεν ξανά είδα το Θάνο αλλά ούτε και την αδερφή του.
![](https://img.wattpad.com/cover/119214572-288-k437176.jpg)
ВЫ ЧИТАЕТЕ
My First Summer Love
Документальная прозаΗ ηλεκτρονική γενιά θα έγραφε: "My 1️⃣st 🌊 💘" Ο αμερικανός σκηνοθέτης: "My First Summer Love" Στη γενιά μου: "Έρωτας καβάλησε μυαλά!" Στο δικό μου νου: "Γη κάλεσε νου και νους έβγαλε φτερά"