ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: «Η θύελλα»

368 34 23
                                    

«Αναγνωρίζω τον τρόμο σαν το καλύτερο συναίσθημα οπότε θα προσπαθήσω να τρομοκρατήσω τον αναγνώστη. Αλλά αν βρω πως δεν μπορώ να τον τρομοκρατήσω, θα προσπαθήσω να τον τρομάξω, και αν βρω πως δεν μπορώ να τον τρομάξω, θα τον κάνω να σιχαθεί. Δεν είμαι περήφανος» -- Στίβεν Κινγκ




«ΤΑ ΕΚΤΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ»

BY ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΟΥΣΣΗΣ


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


Τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες δεν ήταν ποτέ άλλοτε το μεγάλο πρόβλημα της περιόδου των καταρρακτωδών βροχοπτώσεων. Για την ακρίβεια, καμία άλλη φορά δεν είχαν προκαλέσει θέματα, και σίγουρα όχι τόσα όσα προκαλούσαν οι μανιασμένες βροχές του φθινοπώρου. Οι καταιγίδες φέτος συνοδεύονταν από ισχυρούς ανέμους των εννέα μποφόρ· είχαν σημειωθεί καταστροφές σε αγροτικές εκτάσεις και κατοικίες, ζημιές που λίγο πολύ θα αργούσαν να αποκατασταθούν, ενώ στην πόλη είχαν ξεριζωθεί σκεπές, καμινάδες και μικρά δέντρα. Και σαν αυτό να μην έφτανε, υπήρξαν πλημμύρες με αφρισμένα νερά που φούσκωναν σαν τα ποτάμια του Αμαζονίου, παρασέρνοντας απορρίμματα και αβοήθητα ζωάκια στον πυρήνα του κατακλυσμού.   
    Ορισμένοι κάτοικοι της επαρχίας διαμαρτύρονταν. Δεν είχαν άδικο, βέβαια. Όση βλάστηση είχε απομείνει από το πέρασμα των καταστροφών, την αποτελείωνε τυραννικά ένα ασυνήθιστο κρούσμα μικρών πλασμάτων που λειτουργούσαν ύπουλα τη νύχτα σαν μυθικά, αιμοδιψή κατασκευάσματα. Έβγαιναν δεκάδες και εκατοντάδες στο υγρό περιβάλλον των κήπων, έρποντας στο βρεγμένο γρασίδι και στα μουσκεμένα φύλλα· τρέφονταν από οτιδήποτε περνούσε κάτω από το σαρκώδες σώμα τους καθώς πίσω τους άφηναν το τελευταίο χνάρι μιας αηδιαστικής βλέννας.   
    Τότε ήταν που ξεκίνησε το πρόβλημα με τα σαλιγκάρια και τους γυμνοσάλιαγκες.   
   Το νεαρό ζευγάρι που είχε αποφασίσει να συνάψει σχέση δίχως την αναγκαιότητα του γάμου θυμόταν πολύ καλά πώς είχε ξεκινήσει εκείνη η καταστροφική ημέρα του φθινοπώρου. Αν και έμεναν σε τούτη τη μικρή, αξιοπρεπή κατοικία μόλις το τελευταίο διάστημα του καλοκαιριού, είχαν παρατηρήσει την ταχύτητα με την οποία τα σαλιγκάρια πλήθαιναν στον κήπο τους —ένα φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί να συμβαίνει στα σπίτια όλων των κατοίκων της περιοχής.   
    Ο Αποστόλης γέμιζε το ποτήρι του με νερό από τη βρύση της κουζίνας. Έτριψε το μάτι του, χασμουρήθηκε. Ήταν άλλο ένα συννεφιασμένο πρωινό που βαστούσε νύστα και έκανε τα βλέφαρά σου να γλαρώνουν. Έκλεισε τη βρύση. Πρόφτασε να πιει τρεις γουλιές ίσα-ίσα για να διώξει την πρωινή στοματική ξηρότητα, όπως έκανε κάθε πρωί, όταν κατάλαβε κάτι διαφορετικό στην οσμή του νερού. Το αγνόησε.   
    Κοίταξε το τραπέζι δίπλα του. Η κούπα της Βίκυς που έπινε τον καφέ της. Αλλά πού είναι αυτή; σκέφτηκε, όταν άξαφνα, χωρίς ακόμα να έχει προλάβει η σκέψη να ολοκληρωθεί στο κεφάλι του, άκουσε τα ουρλιαχτά της σαν γοερές σειρήνες πανικού.   
    «Αποστόλη βοήθεια!»   
    Ο Αποστόλης τίναξε αντανακλαστικά το ποτήρι από το χέρι του και αμέσως έτρεξε στον κήπο, αφού πρώτα σκουντούφλησε σε μια καρέκλα που ήταν στην μέση.   
    «Τι έπαθες Βίκυ; Γιατί φωνάζεις έτσι πρωί-πρωί;»       
    «Δες τι συμβαίνει στον κήπο!» ήρθε η απάντηση, και η Βίκυ φώναξε πιο πολύ. Το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει, όχι όμως από θυμό. Φαινόταν αηδιασμένη.   
    Εκείνος την πλησίασε και κοίταξε πάνω από τον ώμο της.   
    Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι αντίκριζαν τα μάτια του, αλλά σύντομα το πρόσωπό του άλλαζε καθώς συνειδητοποιούσε, παίρνοντας μια γκριμάτσα που έφερνε όλο και πιο κοντά στη σύγχυση παρά στην σιχασιά. Τα καλλωπιστικά φυτά στα παρτέρια είχαν φαγωθεί και στην θέση τους αναδεύονταν σάλιαγκες και σαλιγκάρια· συνυπήρχαν μπλεγμένα στο ξύλινο πλαίσιο και έκαναν σιαλώδεις ήχους καθώς το ένα ανέβαινε πάνω στ’ άλλο με τρομακτική βραδύτητα κι αναισθησία. Το χώμα εκεί κάτω είχε εξαφανιστεί και δεν διακρινόταν πλέον έτσι όπως τα καστανόχρωμα σώματά τους το έκρυβαν σαν ζωντανό, σαρκώδες καπάκι. Τα σπειροειδή κελύφη τους ήταν στριφογυριστά καρύδια φρίκης και η Βίκυ ήταν έτοιμη να ουρλιάξει ξανά.    
    «Χριστέ μου…» κατάφερε να πει ο Αποστόλης.   
    Κοίταξε αριστερά τους άσπρους τοίχους του σπιτιού. Τα ίδια κι εκεί, αυτή τη φορά κολλημένα στον ξεβαμμένο τοίχο, αφήνοντας πίσω τους γυαλιστερές γραμμές. Μερικά έκοβαν ανεμπόδιστα τις αργοκίνητες βόλτες τους κοντά στην κάνουλα με το λάστιχο ποτίσματος ενώ άλλα γαργαλούσαν με τις λιλιπούτειες κεραίες τους μερικές επιφάνειες λιμνών νερού.
    «Πήγαινε να καλέσεις βοήθεια», είπε η Βίκυ. «Δε με νοιάζει πώς θα τα ξεφορτωθείς, αλλά δεν θέλω να τα βλέπω μπροστά μου!»   
    «Μπορείς να κόψεις με τις υστερίες; Κάνεις σαν να μην έχεις ξαναδεί σαλιγκάρια».
    «Μα έχουν επιτεθεί στον κήπο!» φώναξε η Βίκυ στο αυτί του.   
    Έφυγε αναστατωμένη και έτρεξε μέσα στο σπίτι. Ο Αποστόλης την ακολούθησε.
    «Δεν πρόλαβα να πιώ καλά-καλά τον καφέ μου…» μουρμούρησε εκείνη.
    «Βίκυ…» Την έπιασε ήρεμα από τους ώμους. Ήταν σφιγμένοι, λες και της είχαν στρίψει τα δάχτυλα του ποδιού. «Είσαι… καλά;» ρώτησε. «Εσύ τρέμεις σαν φύλλο».    
    «Μου υπόσχεσαι ότι θα τα ξεφορτωθείς;»   
    «Θα δω τι μπορώ να κάνω», απάντησε. «Τα φοβάσαι; Πώς γίνεται να φοβάσαι κάτι τόσο άκακο;»   
    «Ναι, έχεις δίκιο. Δεν τα φοβάμαι. Τα σιχαίνομαι. Είναι σιχαμερά. Διώξε τα, κάνε κάτι… σε παρακαλώ…»   
    «Βίκυ, χαλάρωσε. Θα το λύσουμε, εντάξει; Θα πάρω την υπηρεσία απεντόμωσης».

Τα εκτρώματα της θύελλας (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now