Ένας διαφορετικός Έλληνας

60 4 2
                                    

- Να έρχεσαι, του είπε. Σχεδόν τον παρακάλεσε χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια. Δεν τολμούσε, φοβόταν μην καταλάβει πως ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Κάτι τέτοιο θα τον έκανε να νιώσει μεγάλη ντροπή, αφού τον είχε μάθει από καιρό να μην κλαίει, να μην δείχνει τα συναισθήματα του. Ήταν άντρας ή τουλάχιστονη, θα γινόταν κάποια στιγμή και έπρεπε από μικρός να σκληραγωγηθεί, να συνηθίζει στην ιδέα πως ότι ένιωθε έπρεπε να το κρατάει για τον εαυτό του και μόνο. "Έτσι κάνουμε εμείς τα αρσενικά" του είχε πει. Μα τώρα πως να το κρύψει; πως να μην κλάψει; Έφευγε. Είχε έρθει η στιγμή του αποχαιρετισμού και εκείνος πάλευε με τον εαυτό του να συγκρατηθεί. Να μην πέσει στα πόδια του, να μην τον παρακαλέσει να μείνει. 
  -Δεν θα έρχομαι αγόρι μου, του απάντησε και τον πήρε στην αγκαλιά του. Θα επιστρέψω μόνο για να δω το αποτέλεσμα της δουλειάς που έριξα όλα αυτά τα χρόνια. Όταν θα είμαι πάλι κοντά σου, τίποτα δεν θα είναι όπως τώρα. Θα είσαι ένας άλλος άνθρωπος και είμαι σίγουρος πως αυτό που θα γίνεις θα με βγάλει ασπροπρόσωπο.Μέχρι τότε όμως, θέλω να με ξεχάσεις και να θυμάσαι μονάχα όλα όσα σου έμαθα.
  Και κάπως έτσι έφυγε. Και τώρα; Τώρα ήταν μόνος, πιο μόνος από ποτέ, ακόμη κι από τότε που ζούσε στους δρόμους. Είχε συνηθίσει βλέπεις να ζει με κάποιον, να αγαπά και να τον αγαπάνε και άντε τώρα να προσαρμοστεί πάλι στην μοναξιά. Δύσκολο πράγμα να είσαι ολομόναχος, το ήξερε καλά. Για οκτώ περίπου χρόνια γυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ζητιανεύοντας, πουλούσε χαρτομάντιλα στα φανάρια και κοιμόταν σε κουτιά ή σε παγκάκια, για στρώμα ούτε λόγος. Δεν είχε νιώσει ποτέ πως ήταν αυτή η αίσθηση, δεν ήξερε καν πως είναι να σκεπάζουν το σώμα σου κουβέρτες, να κοιμάσαι στην ζεστασιά. Ποια ζεστασιά... δεν είχε ιδέα πως ήταν να έχεις σπίτι. Μερικές  φορές έμενε νηστικός για μέρες ολόκληρες, άλλες αναγκαζόταν να ψάξει στα σκουπίδια για φαγητό ή έστω για κάτι που θα τον κρατούσε όρθιο. Πολλές φορές είχε καταρρεύσει και ποτέ κάνεις δεν νοιάστηκε. Τον κοίταγαν όλοι με το γνωστό βλέμμα της περιφρόνησης. Πολλοί τον λυπόντουσαν και του πέταγαν κέρματα από λύπηση και μόνο. Άλλοι τον αγνοούσαν παντελώς, προσποιούνταν ότι δεν υπήρχε. Φοβόντουσαν ίσως πως αν τον κοιτούσαν για μερικά δευτερόλεπτα, θα θλίβονταν. Δεν ήθελαν να μπουν στον κόπο να ταράξουν την ηρεμία που επικρατούσε στην ζωή τους και έτσι απλά τον περιφρονούσαν.
     Ήταν και αυτοί οι άλλοι, οι λίγοι, που του έκαναν την ζωή χίλιες φορές δυσκολότερη από ότι ήδη ήταν. Συνήθως νέοι με ξυρισμένα κεφάλια ή κύριοι με κοστούμια και χαρτοφύλακες ή πιο σπάνια, κύριες με τα παιδιά τους. Όλοι αυτοί, όλοι εκείνοι οι "άνθρωποι" που μάλλον ενοχλούνταν από την ύπαρξη του, τον έβριζαν, τον κοιτούσαν με μίσος, τον βάραγαν. Και όλα αυτά γιατί; Δεν ήξερε. Ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει. Νόμιζε απλά ότι δεν τον συμπαθούσαν λόγο τον βρόμικων ρούχων που φορούσε ή πίστευαν πως ξεβάφει το μαύρο δέρμα του και δεν ήθελαν να λερώσουν τα καθαρά ρούχα τους, για αυτο δεν τον πλησίαζαν αλλά του πέταγαν κέρματα σαν να ήταν σκυλί. Πίστευε πως φοβόντουσαν μην τους κολλήσει τίποτα, για αυτό και οι κύριες κράταγαν τα παιδιά τους μακριά του και δεν τα άφηναν να παίξουν μαζί του.
  Έτσι και τότε. Εκείνη την αυγουστιάτικη ημέρα πριν από δέκα περίπου χρόνια όταν τον συνάντησε για πρώτη φορά Ήταν οκτώ χρόνων και περιφέρονταν σε μια πλατεία του Νέου Ηρακλείου . Τα ρούχα του ήταν σκισμένα, βρόμικα και τα παπούτσια του γεμάτα τρύπες. Κουβάλαγε στην πλάτη του μια μισό σκισμένη τσάντα και με το δεξί του χέρι κρατούσε μια ξεφούσκωτη μπάλα. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά αναζητώντας με λαχτάρα ένα παιδάκι να παίξουν. Μα κάθε φορά που πλησίαζε μια παρέα, όλοι τον έδιωχναν. Κάνεις δεν ήθελε να παίξει με την βρόμικη μπάλα του, αυτό πίστευε. Ναι αυτό ήταν, έπρεπε να πάρει μια καινούργια, καθαρή, φουσκωμένη. Μια τόσο όμορφη που κάνεις δεν θα μπορούσε της αντισταθεί και όλοι θα τσακωνόντουσαν για το ποιος θα πρωτοπάει μαζί του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα κέρμα. Ποια μπάλα, ούτε ένα κουλούρι δεν μπορούσε να αγοράσει. Πέταξε την μπάλα του μακριά και έφυγε τρέχοντας. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και ξέσπασε σε κλάματα. Η μπάλα προσγειώθηκε στα πόδια ενός κυρίου, γύρω στα 50 πρέπει να ήταν. Την πήρε στα χέρια του και χαμογελώντας κατευθύνθηκε προς το δέντρο που κρυβόταν ο μικρός ζητιάνος. 
-Τόσο ωραία μπάλα και την πετάς; Τι σου έκανε; Μήπως σε πείραξε να την μαλώσω; 
-Με κοροϊδεύετε κύριε; Μόνο ωραία δεν είναι αυτή η χαζή μπάλα. Και ναι με πείραξε για αυτό  την πέταξα. Λόγο αυτής τα υπόλοιπα παιδάκια δεν με παίζουν, την βαρέθηκα.Έχω μάθει να τα κάνω όλα μόνος μου, βρίσκω φαγητό, νερό, μέρος να κοιμηθώ, μα πως να παίξω χωρίς παρέα; Πιστέψτε με κύριε, είναι το μόνο που δεν μπορεί να κάνει ένα ζητιανάκι σαν έμενα 
Ο κύριος βούρκωσε, ένιωσε σαν να σπάει κάτι μέσα σου. Ρώτησε τον μικρό πόσο πολύ ήθελε να πάρει μια καινούργια μπάλα και εκείνος άνοιξε τα χέρια δείχνοντας του πόσο πολύ το ποθούσε.
-Σήκω λοιπόν. Θα πάμε να την πάρουμε παρέα.
-Δεν γίνεται αυτο, τα μόνα χρήματα που έχω στην τσέπη μου είναι αυτά, είπε κι έδειξε το κέρμα του. 
-Θα σε βοηθήσω εγώ να συμπληρώσεις το ποσό αν μου υποσχεθείς κάτι.
-Θα κάνω οτιδήποτε! 
Ωραία Θέλω να μου ορκιστείς ότι δεν θα ξανά κλάψεις ποτέ Οι άντρες δεν κλαίνε αγόρι μου, και εσύ παρόλο το νεαρό της ηλικίας σου, έχεις αναγκαστεί να ωριμάσεις πρόωρα. Λοιπόν, μου το υπόσχεσαι;
-Μα πως να το κάνω αυτό; Το θεωρώ αδύνατο να συγκρατήσω να συναισθήματα μου, δεν ξέρω πως να το κάνω κύριε. Πως να μην κλαίω όταν τα παιδάκια με δείχνουν και ψιθυρίζουν διάφορα μεταξύ τους, όταν με κοιτούν με λύπηση ή με βρίζουν και μου λένε να πάω πίσω στην χώρα μου. Μα ποια είναι η χώρα μου τέλος πάντων; Εγώ εδώ γεννήθηκα. Σε αυτούς τους δρόμους μεγάλωσα. Νομίζω πως μπερδεύονται και πιστεύουν πως το δέρμα μου είναι έτσι μαύρο από την απλυσιά, για αυτό  δεν αφήνουν τα παιδιά τους να με πλησιάσουν αυτές οι σοβαρές κύριες. Πως να μην κλαίω τα βράδια που τρέμω, πότε από το κρύο και πότε από τον φόβο...Πείτε μου πως να σας υποσχεθώ ότι τα μάτια μου θα μένουν στεγνά όταν θα ψάχνω τους κάδους για φαγητό. Πείτε μου και εγώ θα το κάνω. Αυτό το ορκίζομαι στην αντρική ή παιδική μου, πείτε το όπως θέλετε, τιμή.
  -Να με λες Κύργιαννη, του αποκρίθηκε και τον πήρε από το χέρι χωρίς να σχολιάσει τα όσα είχε πει. Εγώ πως να σε λέω;
  -Πέτρο νομίζω με φώναζε ο πατέρας μου πριν φύγει. 
  -Που έχει πάει;
  -Στον ουρανό πήγε Κυργιαννη και έμεινε εκεί. Έμεινε εκεί και με άφησε εδώ να παίζω μόνος μου. 
  -Δεν το έκανε επίτηδες Πέτρο. Δεν σε παράτησε μόνο σου γιατί το ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Τον πήρε κοντά του ο θεός και δεν μπορεί να φύγει τώρα, τον έχει ανάγκη.
  -Βλακείες. Εγώ πάντα πίστευα ότι ο μπαμπάς δεν γύρισε γιατί  εκεί είναι ευτυχισμένος. Δεν τον δέρνουν, δεν ζητιανεύει, δεν πειράζει κανέναν το χρώμα που έχει το δέρμα του. Μπορεί κιόλας εκεί πάνω να είναι όλοι σαν εμάς, μαύροι και να μην του μιλάει κάνεις άσχημα. Δεν είναι απίθανο να έχει και λεφτά και να τρώει ότι θέλει οπότε το θέλει! Τον είδα προχτές στον ύπνο μου, να με παρακαλάει να πάω και εγώ εκεί, να ζήσουμε ευτυχισμένοι ανάμεσα στα σύννεφα. Θα είναι κ η μαμά μου είπε, και τα αδέρφια μου. Το σκέφτομαι πολύ να πάω, αλλά αμέσως το ξεχνώ αφού δεν έχω ιδέα ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσω. Μήπως ξέρετε εσείς πως μπορώ να πάω εκεί; Με περιμένουν όλοι. 
  -Αν ξανά δεις τον πάτερα σου στον ύπνο σου Πέτρο μου, πες του ότι θα αργήσεις πολύ να πας. Έχεις πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να συναντήσεις και εσύ τον παράδεισο στον οποίο, όπως μου περιγράφεις ζει η οικογένεια σου. 
     Για μέρες ο Κυργιαννης συναντούσε τον Πέτρο στο πάρκο και περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί. Έπαιζαν, πήγαιναν βόλτες, του αγόραζε φαγητό, ρούχα, παιχνίδια και έτσι πλέον ο Πέτρος δεν είχε ανάγκη να παρακαλέσει κανέναν για να παίξει μαζί του. Είχε τον Κύργιαννη του, όπως τον αποκαλούσε. 
Πέρασαν περίπου δέκα μέρες μέχρι εκείνος να πάρει την απόφαση του.
  -Πέτρο έχω να σου αναθέσω μια δοκιμασία. Δέχεσαι να την ακούσεις;
  - Εννοείτε!
  - Τι θα έλεγες αν ερχόσουν να μείνεις μαζί μου; θα κοιμάσαι στην κρεβατοκάμαρα του γιου μου, θα τρως το φαγητό που θα μαγειρεύω, θα παίζουμε όταν έχουμε χρόνο και θα...
   - Και τι άλλο;
  - Θα σου πω. Πες μου εσύ πρώτα πως σου ακούγεται η πρόταση μου.
   - Κάτσε να δεις πως την είχες πει την λέξη...σκέφτηκε. Μου ακούγεται σαν παράδεισος Κυργιαννης! Από την μέρα που σε γνώρισα ήταν το όνειρο μου να περνώ όλη την ημέρα μου μαζί σου. Δεν με ένοιαζε αν θα ερχόμουν σπίτι σου, ακόμη και αν ερχόσουν εσύ να μείνεις μαζί μου στον δρόμο, εγώ θα ήμουν ευτυχισμένος. Εσύ πιθανόν όχι, αλλά εγώ θα ήμουν! 
  - Δεν χρειάζεται να μείνουμε στον δρόμο, έχουμε ολόκληρο σπίτι να μας περιμένει. Όμως είναι και κάτι ακόμα που σκέφτομαι και δεν στο είπα.
  - Ε πες μου μην με σκας! Ότι είναι θα το κάνω αλήθεια.
  - Για να μείνουμε μαζί υπάρχει ένας όρος. 
  - Δεκτός!
  - Μην βιάζεσαι, κάτσε να τον ακούσεις πρώτα. Θα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι ακριβώς σε δέκα χρόνια από τώρα θα είσαι ένας ολοκληρωμένος άντρας, έτοιμος να αντιμετωπίσει τον κόσμο, περήφανος για το χρώμα του δέρματος του και ικανός να αντιμετωπίσει κάθε κακουχία, κάθε δυσκολία που θα βρεθεί στον δρόμο του. Θα σε βοηθήσω εγώ σε αυτό, έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου. Λοιπόν, τι λες;
  - Στο υπόσχομαι. Θα γίνω ο καλύτερος άντρας που υπήρξε ποτέ Θα σε βγάλω ασπροπρόσωπο και θα σε βοηθήσω να νικήσεις το στοίχημα σου αν με βοηθήσεις και εσύ.
  - Η συμφωνία έκλεισε, είπε ο Κυργιαννης χαμογελώντας και δώσανε τα χέρια.
      Από τότε δεν χώρισαν ποτέ, μέχρι εκείνη την ημέρα. Έκαναν τόσα πολλά μαζί. Η ζωή του Πέτρου είχε αλλάξει ριζικά και πλέον όχι μόνο δεν είχε την ανάγκη να πάει να συναντήσει την οικογένεια του, αλλά παρακαλούσε η στιγμή αυτή να αργήσω όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο Κυργιαννης, μπήκε στην ζωή του σαν αγγελος, σαν να τον είχε στείλει ο πατέρας του για να τον προσέχει. Αυτό πίστευε. Πολλές φορές μπερδευόταν και αυθαίρετα τον αποκαλούσε μπαμπά. Ο Κυργιαννης τρελαινόταν από την χαρά του που κάποιος τον αποκαλούσε ξανά πατέρα, αφού είχε να το ακούσει από τότε που ο θεός του στέρησε τον εξάχρονο γιο του. Πρόσεχε τον Πέτρο σαν τα μάτια του, του μάθαινε ότι ήξερε για την ζωή, για τις γυναίκες, τον έμαθε και να διαβάζει και πλέον μιλούσε σαν να ήταν ώριμος άντρας. Αυτός ήταν έξαλλου και ο σκοπός της εκπαίδευσης του: να γίνει ένας σωστός άντρας. Ένας άντρας με τα όλα του, που θα σέβεται, θα ζει με αρχές και αξιοπρέπεια μα πάνω από όλα θα είναι περήφανος για το χρώμα του. Δεν ήταν λευκός σαν τους περισσότερους Έλληνες, το δέρμα του ήταν σκούρο και τα πράσινα μάτια του έλαμπαν δημιουργώντας μια εκθαμβωτική αντίθεση. Το χρώμα των ματιών του το είχε πάρει από τον πατέρα του και το υπέροχο χρυσάφι του δέρμα,από την μητέρα του.
        Απο τον Κυργιαννη, τον δεύτερο πατέρα του, είχε πάρει πλέον τόσα πολλά. Χιλιάδες χαρακτηριστικά που είχαν μετατρέψει τον δεκαεξάχρονο πλέον νεαρό, πρωην ζητιάνο, σε έναν άντρα έτοιμο να αντιμετωπίσει την ζωή. Γεμάτος όρεξη και εφόδια δοσμένα από τον δικό του άγγελο, καλείτε τώρα να ζήσει σαν Έλληνας σε μια χώρα που, ήξερε από μικρός, πως δεν θα τον δεχτεί εύκολα. Ήταν όμως Έλληνας και έπρεπε να πείσει τους πάντες για αυτό.
Ένας ιδιαίτερος Έλληνας. Ένας Έλληνας που γεννήθηκε χρυσός στο χρώμα, αλλά και στην καρδιά. Και που για καλή του τύχη, άργησε πολύ να συναντήσει την οικογένεια του εκεί πάνω.
      Έζησε μια ζωή ευτυχισμένη, γεμάτη χαρά και αξιοπρέπεια. Μέχρι να γίνει εικοσιπέντε  είχε ήδη δυο παιδιά και μια υπέροχη γυναίκα. Τον άγγελο του δεν τον ξανά είδε ποτέ. Προσπάθησε να τον ψάξει αλλά μάταια, ήταν εξαφανισμένος.
  Μετά από χρόνια, τέλη Αυγούστου πρέπει να ήταν, δέχτηκε μια επίσκεψη. Χτύπησε το κουδούνι και στην πόρτα στεκόταν μια κυρία με έναν φάκελο στο χέρι.
  - Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω Πέτρο μου. Έχω ακούσει τόσα πολλά για εσένα  Ήταν σαν να σε ήξερα, χωρίς να σε είχα συναντήσει ποτέ.
  - Ποια είσαστε;
  - Είμαι η Μαρία, η γυναίκα που πρόσεχε τον κύριο Γιάννη μέχρι πριν λίγο καιρό. Δεν θα σου πω τίποτα άλλο εγώ, στα λέει όλα εκείνος σε αυτό το γράμμα. Με έβαλε να το γράψω λίγο πριν φύγει.
        Δεν ήξερε τι να της πει. Βεβαιώθηκε πια ότι και ο δεύτερος πατέρα του έφυγε, και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Δεν το έκανε όμως, θα πήγαιναν στράφι όλα τα μαθήματα του Κυργιαννη περί σκληρότητας. Χαιρέτησε την γυναίκα, την ευχαρίστησε που μπήκε στον κόπο να του φέρει το γράμμα και έκλεισε την πόρτα. Ήταν πλέον μόνο αυτός και το γράμμα. Το κοίταγε για πέντε περίπου λεπτά δίχως να κάνει κίνηση, δεν πήγαιναν τα χέρια του. Μετά από λίγο πήρε την απόφαση να το ανοίξει και έπειτα από μια βαθιά ανάσα άρχισε να το διαβάζει
     << Αγαπητό μου παιδί. Τώρα που διαβάζεις αυτό το γράμμα εγώ έχω φύγει. Είμαι στον ουρανό και πιθανόν μιλάω με τον πατέρα σου. Του λέω πόσο περήφανος πρέπει να είναι για τον γιο που έφερε στον κόσμο και για τον άντρα που έχει πλέον γίνει. Σε βλέπω από εκεί πάνω και καμαρώνω και εγώ, σκέφτομαι πως βοήθησα να γίνεις αυτό που έγινες και πλημμυρίζω από ευτυχία. Ξέρω ότι έχεις κάνει πλέον οικογένεια και ζεις ακριβώς όπως σου έμαθα, σαν ένας περήφανος, διαφορετικός... χρυσός Έλληνας. Μπορώ να σου εγγυηθώ ότι η χωρά στην οποία μεγάλωσες θα πρέπει να είναι περιφανή που σε έχει. Σε αντίθεση με άλλους, πολλούς, "κλασικούς" Έλληνες, εσύ παρόλο το χρώμα σου, αξίζεις να θεωρείσαι γνήσιος.
Θα αναρωτιέσαι γιατί δεν ήρθα να σε συναντήσω αφότου έφυγα. Ήρθα αμέτρητες φορές. Σε παρακολουθούσα από μακριά να παίζεις με τα παιδιά σου στο πάρκο του Ηρακλείου και πάντα  θυμόμουν την πρώτη μέρα που σε συνάντησα, εκεί, στο ίδιο μέρος. Θυμόμουν εκείνο το ζητιανάκι που έκλαιγε πίσω από ένα δέντρο και το έβλεπα τώρα, άντρας πια, να έχει τον ρόλο του πατέρα. Αποστολή εξαιτελεστη. Αυτό που δεν σου είπα ποτέ, όμως, είναι ότι η συνάντηση μας δεν ήταν τυχαία. Σε είχα παρακολουθήσει από καιρό και ήταν όλα προσχεδιασμένα. Δεν ήμουν καν από την Αθήνα, έμεινα μονάχα για να πετύχω τον στόχο μου. Όταν αποφάσισα να μείνουμε μαζί τηλεφώνησα στους μερικούς συγγενείς μου στο χωριό και τους ανακοίνωσα πως για μερικά χρόνια θα λείπω. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.
   Έφυγα ανακουφισμένος και σου γράφω για να σε ευχαριστήσω. Έδωσες νόημα στην ζωή μου, έγινα ένας άλλος, καλύτερος άνθρωπος. Μα πάνω από όλα σε ευχαριστώ γιατί μου έδωσες την ευκαιρία να γίνω για δεύτερη φορά πατέρας. Την πρώτη δεν τα κατάφερα να αντεπεξέλθω, δεν πρόλαβα για την ακρίβεια. Την δεύτερη όμως, όλα πήγαν κατευχην. Σε ευχαριστώ λοιπόν για όλα. Η οικογένεια σου εκεί πάνω μεγάλωσε μα εσύ κοίτα να αργήσεις. Θα προσέχω τα αδέρφια σου και θα μιλήσω στον γιο μου για εσένα, μέχρι να έρθεις.
Κοίτα να είσαι ο άντρας που σε έμαθα.
Καλή συνέχεια Πέτρο μου.>>
     Έκλεισε το γράμμα και χάθηκε στις σκέψεις του. Ένιωσε την ανάγκη να πάει μια βόλτα μόνος του και χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στο γνωστό πάρκο. Κάθισε στο παγκάκι που συνήθιζε να κοιμάται όταν ήταν μικρός και κοιτούσε σαστισμένος τα παιδιά που έπαιζαν. Ξαφνικά παρατήρησε ένα κοριτσάκι με ρούχα βρόμικα και μια χαλασμένη κούκλα στο χέρι, που πάλευε να παίξει με τα αλλά κορίτσια, μα εκείνες την απομάκρυναν. Χαμογέλασε και την πλησίασε ενώ αυτή ήταν έτοιμη να τρέξει, να φύγει, να πάει να ξεσπάσει πιθανόν πίσω από κάποιο δέντρο.
  - Έχεις την πιο όμορφη κούκλα από όλες, της είπε και άθελα του δάκρυσε. Να είσαι περιφανή για αυτήν, και για το μέρος που μένεις, και  για τα ρούχα που φοράς.
Να είσαι περιφανή που είσαι εσύ.

Ένας διαφορετικός Έλληνας. Donde viven las historias. Descúbrelo ahora