Τα καστανα του μαλλιά ανεμίζουν στους μυώδες ώμους του. Τα μάτια του είχαν δακρύσει απ' τη μεγάλη πίεση του αέρα.
Τα χέρια του έτρεμαν, παρόλα αυτά κρατούσε σταθερά το τιμόνι της μηχανής του.Ένιωθε ευτυχισμένος γιατι θα έβλεπε την κοπέλα του μετά από έξι μήνες. Υπηρετούσε στον Εύρο. Είχε σχεδόν τελειώσει τη θητεία του. Ένας λόγος παραπάνω να νιώθει ευτυχισμένος.
Η βελόνα στο καντράν τρελαινόταν, λες και χαιρόταν μαζί του. Πατησε τέρμα το γκάζι για να φτάσει πιο γρήγορα στην αγαπημένη του.
Έτρεχε... έτρεχε... Είχε ξεχάσει πλέον το στρατό, τις ευθύνες, τους γονείς του, την κοινωνία. Στο μυαλό του υπήρχε μόνο εκείνη.
Τα μεγάλα πράσινα ματιά της, τα μακριά ξανθά μαλλιά της, τα σαρκώδη χείλη της.
Πόσο του είχε λείψει να νιώθει την καυτή ανάσα της στο σώμα του. Ακόμα και ο ήχος απ' το γέλιο της που του χάιδευε τα αυτιά και την ψυχή του.Η ταχύτητα τον τρέλανε, δεν έβλεπε μπροστά του μα οδηγούσε σταθερά. Η απόσταση όλο και μειωνόταν. Σε λίγα λεπτά θα την είχε στην αγκαλιά του. Θα ήταν δική του. Ήταν θέμα χρόνου.
Η εικόνα της τον έκανε να τρέχει άκοπα πιο γρήγορα. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή και την είδε μπροστά του. Τόσο όμορφη, σαν άγγελος που έπεσε απ τον παράδεισο.
Ξαφνικά όλα μαύρισαν και ένα κόκκινο πέπλο σκέπασε το πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του για να την αγγίξει, μα αυτή δεν ήταν εκεί. Δεν έβλεπε τίποτα.
Το ίδιο απόγευμα, ήρθε στα αυτιά της πως νεαρός σε ηλικία είκοσι ετών βρέθηκε νεκρός στο εικοστό πέμπτο χιλιόμετρο.