Ημεροβάτες (πρόλογος)

422 19 3
                                    

Ή Αννι ακουμπάει το κεφάλι της στο παράθυρο του αυτοκινήτου παρατηρώντας την νυχτερινή βροχή που δυνάμωνε όλο ένα και ποιο πολύ. Ή χάους μουσική που άκουγε από τα ακουστικά του ipod της, της αποσπούσε την προσοχή έστω και για λίγο από την φρικτή αλήθεια.

Ή μητέρα της βγάζει την ζώνη ασφαλείας και γυρνάει προς το μέρος της θέλοντας να της εξηγήσει για άλλη μία φορά για ποιο λογο μετακομίζουν ξανά. Αλλά άδικος κοπος γιατι η Αννι δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα της, ανασηκώνει την γκρί κουκούλα του φουτερ για να κρύψει το πρόσωπο της και δυναμώνει την ένταση από την μουσική.

Γνωρίζει ότι φέρεται σαν μικρό και κακομαθημένο παιδί αλλά δεν την νοιάζει. Έχει τοσο πολύ θυμό μέσα της που δεν ξέρει πως να το εξωτερίκευση. Και το χειρότερο είναι ότι με κάθε πινακίδα πολιτείας που προς περνάνε ο θυμός της φουντώνει όλο ένα και ποιο πολύ για τους γονείς της και την ζωή της. Δεν αντέχει στην ιδέα ότι για άλλη μία φορά πρέπει να κάνει μία νέα αρχή από το μηδέν.  Νέα πόλη, νέο σπίτι, νέο σχολείο, νέοι φιλοι! Αν δηλαδή έκανε και κανένα φίλο. Οι φιλίες στην εφηβεία είναι σκληρό πράγμα.

Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και έτσι άλλαζαν συχνά πολιτείες αλλά αυτήν την φορά της το είχαν υποσχεθεί ότι δεν θα μετακινούνταν ως που να μπει στο κολέγιο.
Και όμως να την ξανά μέσα σε ένα αυτοκίνητο με όλα της τα υπάρχοντα ταξιδεύοντας για μία νέα αρχή.
Πιο παλιά τις άρεσε να το σκέφτεται σαν μία καινούργια περιπέτεια, πλέον έχει γίνει ένας εφιάλτης που την θυμώνει αλλά και την μπερδεύει μερικές φορές. Δεν είναι ότι αμφισβητεί τα λεγόμενα τον γονιών της απλά είναι σαν να της κρύβουν κάτι. Ώρες, ώρες κάτι την ενοχλεί στην όλοι στάση τους αλλά ή άνθρωποί βλέπουν αυτά που θέλουν να βλέπουν και αυτό που έβλεπε ως τώρα την Αννι ήταν το μεγάλο εγώ της και τίποτα άλλο.  Ή συνειδητοποιήσει αυτή την κάνει να συνάντηση τα μάτια της μητέρας της που ακόμη της μιλούσε.
Και να το ήταν εκεί, μέσα στο ανήσυχο βλέμμα της. Αυτό που πάντα έβλεπε αλλά πάντα απέφευγε. Φόβος!

Πριν προλάβει καν να ανοίξει το στόμα και την ρωτήσει "Τι" είναι αυτό που φοβάται ή
"Ποιον" το απότομα φρενάρισμα της αποσπά την προσοχή από της σκοτεινές σκέψεις με τα γεγονότα γύρο της  να γίνονται τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να πάρει ούτε ανάσα.
Το σώμα της πετάγεται μπροστά χτυπώντας στο μπροστινό κάθισμα του πατέρα της, τα τζάμια τον παράθυρον σπάνε με αποτέλεσμα πολλά κομμάτια από αυτά να μπουν μες στο σώμα της. Και ο ήχος της προσχώσεις ήταν τόσο δυνατός που έκανε τα αυτιά της να πονανε.

Μέσα σε όλον αυτον πανικό ή Αννι βλέπει το σώμα της μητέρας της να πετάγεται με φόρα πάνω στο παρμπρίζ, να σπάει το τζάμι και να πέφτει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου.
Όταν το αμάξι ακινητοποιητε με τρεμάμενα χέρια ανοίγει την πόρτα της προσπαθώντας να βγει έξω, γιατί μόνο μία σκέψη υπήρχε μες στο μυαλό της εκεί την στιγμή.
Ή μητέρα της. Έπρεπε να πάει στην μητέρα της.
Τα πόδια της όμως λυγίζουν και πέφτει με δύναμη στην υγρή άσφαλτο.
Καθώς αγωνιζόταν να ανασανει έβλεπε την αναπνοή της να δημιουργή μικρά συννεφάκια από το κρύο. Ή βροχή πάγωνε το σώμα της αλλά ταυτόχρονα την ανακούφιζε από τον καυτό πόνο που έκαιγε το δέρμα της.

«Μαμά!»

Ήταν η μόνη λέξει που κατάφερε να πει και μίσησε τον εαυτό της για αυτό.
Μίσησε τον εαυτό της που ήταν εγωιστρια, σκληρή και τυφλή τόσο καιρό. Μέσα σε μία κίνηση απελπισίας με όση δύναμη είχε σήκωσε το χέρι της λες και αν το έκανε θα  έφτανε να την αγγίξει έστω και για λίγο.

«Μαμά!» λέω ξανά και μια σκιά την πλησιάζει, μια μεγάλη σκιά για τα κανονικά δεδομένα ενός σκύλου. Δεν έχω ξανά δει τόσο μεγάλο σκύλο στην ζωή μου και αυτό που κάνει την αναπνοή μου να κοπή είναι ότι από πίσω του εμφανίζονται άλλοι δυο.

Θέλω να φωνάξω να ουρλιάξω για βοήθεια αλλά δεν μπορώ το σκοτάδι με παρασέρνει σιγά σιγά σε άγνωστα μονοπάτια.

Αλλά δεν το βάζω κάτω προσπαθώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και αυτό είναι το χειρότερο λάθος που έκανα ποτέ στην ζωή μου γιατί ένα λεπτό μετά εύχομαι να μπορούσα να τα κλείσω και να μην τα ανοίξω ποτέ ξανά.

Μπροστά στα μάτια μου και χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα η μητέρα μου γίνετε τροφή για δαίμονες.

Σιωπηλά δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου ασταμάτητα χωρίς να μπορώ να τα κλείσω ή να αποστρέψω το βλέμμα μου αλλού.

Τότε εμφανίζονται πέντε άνθρωποι γύρο μας. Αυτό τους κάνει να αποτραβηχτούν από το κομματιασμένο σώμα της μαμάς μου και το βάζουν στα πόδια. Σοκαρισμένη από το θέαμα της μια κραυγή απελπισία επιτέλους δραπετεύει από τα χείλη μου.

Δυο από τους ανθρώπους στέκονται μπροστά μου παρατηρώντας με, με περιέργεια ενώ οι άλλοι με απάνθρωποι ταχύτητα εξαφανίζονται ακολουθώντας τους δαίμονες.

Δεν καταλαβαίνω πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να στέκεται κατά αυτόν το ήρεμο τρόπο μπροστά σε αυτό το φρικτό θέαμα.

Η δεν είναι άνθρωποι?

Και μαζί με την συνειδητοποίηση έρχεται και το σκοτάδι.

Και αυτήν την φορά δεν κάνω καμία προσπάθεια να κρατηθώ στην ζωή.

Ημεροβάτες (Επιδιορθώσεις)Where stories live. Discover now