Νύχτα των Αγίων Πάντων

121 14 1
                                    

Σύμφωνα με το μύθo, ο Τζακ ήταν ένας αγρότης, μεθύστακας, κατεργάρης και τεμπέλης, αλλά πανέξυπνος.

Η πονηριά του ήταν τόση, που κατάφερε να ξεγελάσει ακόμα και τον ίδιο τον Διάβολο.

Όταν ο Διάβολος άκουσε τις φήμες για τα 'σατανικά' κατορθώματα του Τζακ, αποφάσισε να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια αν δικαίωνε τη φήμη του.

Τη Νύχτα των Αγίων Πάντων (τη Νύχτα του Χάλογουιν, δηλαδή) ο Διάβολος ανέβηκε στη Γη και συνάντησε τον Τζακ σ' ένα λιθόστρωτο δρομάκι.

Ο Τζακ κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να πεθάνει κι έτσι ζήτησε από τον Διάβολο να του πραγματοποιήσει μια τελευταία επιθυμία.

Εκείνος συμφώνησε κι έτσι ο Τζακ τον οδήγησε σε μια ταβέρνα, όπου ήπιε όσο περισσότερο ποτό μπορούσε ν' αντέξει.

Στη συνέχεια, έπεισε τον Διάβολο να μεταμορφωθεί σ' ένα ασημένιο νόμισμα - προκειμένου να πληρώσει τον λογαριασμό - κι όταν εκείνος το έκανε, έχωσε το νόμισμα στην τσέπη του, η οποία περιείχε επίσης έναν σταυρό, που εμπόδιζε τον Διάβολο να αποδράσει.

Εκείνος μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, συμφώνησε στην απαίτηση του Τζακ να του χαρίσει άλλα δέκα χρόνια ζωής, προκειμένου να τον ελευθερώσει.

Όταν πέρασαν αυτά τα δέκα χρόνια και ο Τζακ συνάντησε ξανά το Διάβολο - και πάλι τη Νύχτα των Αγίων Πάντων - του ζήτησε μία ακόμα τελευταία χάρη - να φάει ένα μήλο. Ο Διάβολος έπεσε και πάλι στην παγίδα του Τζακ.

Ανέβηκε στη μηλιά για να του κόψει ένα μήλο και τότε ο ήρωάς μας χάραξε στον κορμό του δέντρου ένα σταυρό -σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, έμπηξε σταυρούς γύρω από τον κορμό του δέντρου, σχηματίζοντας έναν κύκλο- με αποτέλεσμα να μην μπορεί εκείνος να κατέβει.

Τότε ο Διάβολος πρότεινε στον Τζακ την εξής συμφωνία: αν τον ελευθέρωνε, δε θα δεχόταν τη ψυχή του στην Κόλαση, όταν πέθαινε.

Ο Τζακ συμφώνησε και τον ελευθέρωσε.

Όταν ήρθε η ώρα του να πεθάνει όμως και πήγε στις πύλες του Παραδείσου, δεν του επετράπη η είσοδος, λόγω της έκλυτης ζωής που είχε κάνει, γεμάτη απάτες, ποτό και σκανδαλώδη συμπεριφορά.

Τότε εκείνος πήρε το δρόμο που οδηγούσε στις πύλες της Κόλασης και όταν έφτασε εκεί, ζήτησε την άδεια να μπει.

Ο Διάβολος όμως, τηρώντας την υπόσχεσή του, δεν του επέτρεψε την είσοδο ούτε κι εκεί. Ο Τζακ δεν είχε πλέον πουθενά να πάει. Ρώτησε τον Διάβολο τι έπρεπε να κάνει κι εκείνος του πέταξε μια σπίθα από τις φλόγες του Άδη, που δε θα καιγόταν ποτέ. Ο Τζακ σκάλισε ένα από τα γογγύλια που είχε μαζί του - μιας και ήταν το αγαπημένο του φαγητό - και έβαλε εκεί μέσα τη φλόγα.

Έχοντας ως μοναδικό της οδηγό αυτό το αυτοσχέδιο φανάρι για να της φωτίζει το δρόμο, η ψυχή του άρχισε να περιπλανιέται για πάντα στα πέρατα της γης, ανάμεσα στον κόσμο του καλού και του κακού, ψάχνοντας ένα μέρος έτσι ώστε να μπορέσει επιτέλους να αναπαυθεί...

Τα πνευματικα δικαιώματα δεν μου ανήκουν..
Πηγή..(είμαι χαζη και δεν τη θυμάμαι😅)

[Δημοσιεύτηκε Πέμπτη 4/10 ώρα 21:08]

Short Stories - Μικρες ιστορίεςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt