6

37 3 7
                                    


Χείλη πλούσια, μάτια στο χρώμα του πεντακάθαρου ουρανού με βλέμμα διαπεραστικό και μαλλιά στο σκούρο χρώμα του αίματος. Πανέμορφη. Έτσι την φανταζόταν, έτσι την ζωγράφιζε. Χωρίς χρώματα βέβαια, οι σκιές που πρόσθετε στο τέλος μπορούσαν μόνο να προδώσουν αν πρόκειται για ανοιχτό ή σκούρο. Αυτή η ασχολία ήταν που τον χαλάρωνε, τον έκανε να χάνεται σε κόσμους πλασματικούς, χωρίς να τον ενδιαφέρει να δημιουργήσει το 'τέλειο'. Κι όμως, πολλές φορές το επιτύγχανε δίχως να το παραδέχεται. Το ρολόι δίπλα του έγραφε 20:32. Είχαν περάσει δύο ώρες από τη στιγμή που ξεκίνησε, καθισμένος στην ίδια καρέκλα του γραφείου. Ήταν η ώρα.

Έκρυψε το μεγάλο μπλοκ ζωγραφικής με το μισοτελειωμένο σκίτσο σε ένα συρτάρι μαζί με όλα του τα σύνεργα και σηκώθηκε όρθιος. Δεν πρόσεξε πολύ το ντύσιμο του αυτή τη φορά, δεν τον ένοιαζε και πολύ. Στρίμωξε τα πόδια του σε μια υφασμάτινη βερμούδα και από πάνω έριξε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι.

Έφυγε από το σπίτι και αγόρασε μια πίτσα των δώδεκα, με πεπερόνι και διπλό τυρί. Οδήγησε το αυτοκίνητο του μέχρι το σπίτι της, πολλές φορές ξεπερνώντας το όριο ταχύτητας, αφού ο ενθουσιασμός του δεν τον άφηνε λεπτό να καθυστερήσει. Δεν ήταν ότι είχε στο μυαλό του κάτι το πονηρό. Ήξερε πως μια κοπέλα δεν θα του δινόταν τόσο εύκολα και δεν τον πείραζε. Όμως του άρεσε. Πολύ. Ο τρόπος που μιλούσε και μόνο τον αιχμαλώτιζε, χωρίς να σκέφτεται το σαρκικό κομμάτι της σχέσης. Όχι πως δεν ανυπομονούσε μέχρι να την φιλήσει και να χορτάσει τα χείλη της, απλώς στο μυαλό του όλα αυτά βρίσκονταν σε δεύτερη μοίρα.

Επιτέλους. Βρισκόταν στην είσοδο. Ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του και στάθηκε στο κατώφλι για μερικά δευτερόλεπτα. Ησυχία. Το σκοτάδι είχε απλωθεί στον ουρανό και το μοναδικό φως ήταν αυτή η λευκή λάμπα πάνω από το κεφάλι του. Χτύπησε αποφασιστικά την πόρτα και περίμενε για λίγο. Ήταν έτοιμος να το ξανακάνει, όταν η Βανέσα άνοιξε απότομα την πόρτα πετάγοντας το κεφάλι της έξω. Κάτι στο πρόσωπό της φανέρωνε μια ανησυχία. Της χαμογέλασε πλατιά, με το κουτί της πίτσας στο χέρι του.

« Δεν μπορείς να μπεις »

Η φωνή της ήτανε λεπτή και σταθερή, όμως φαινόταν πως οι λέξεις αυτές βγήκαν με δυσκολία από το στόμα της. Έσμιξε τα φρύδια του, αναμένοντας μια εξήγηση.

« Ετοιμαζόμουν να σου στείλω μήνυμα... » έβγαλε το χέρι της έξω από την πόρτα γνέφοντας προς την αναμμένη οθόνη του κινητού της.

The Crystalsage ChroniclesWhere stories live. Discover now