~Κεφάλαιο ένα~

45 8 0
                                    

Όμως τώρα πια μέρα με τη μέρα λιγόστεψαν ακόμα και οι βάλτοι και μαζί τους φυσικά και τα βούρλα.

Η σωρός του αργά ή γρήγορα θα βρισκόταν. Θέλαμε να βρεθεί. Θέλαμε να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Εγώ τουλάχιστον ήθελα. Ήθελα να σταματήσει να με κατακλύζει αυτό το άγχος, να σταματήσω να βασανίζομαι από συνεχείς αϋπνίες, να σταματήσω να ξυπνάω κάθε βράδυ μούσκεμα στον ιδρώτα. Κάθε βράδυ να με μαστιγώνουν ανελέητα οι εφιάλτες, να μην μ' αφήνουν να ησυχάσω λεπτό.

Κάθε βράδυ προσπαθούσα να ξεφύγω απ' τον αόρατο εχθρό, απ' τις τύψεις, αλλά πάντα με υπερνικούσαν. Νόμιζα πως θα τρελαινόμουν μες στον ίδιο μου τον ύπνο, θα παγιδευόμουν στο ίδιο μου το μυαλό και τότε ξυπνούσα.

Ανέπνεα αργά και βαριά. Δεν προλάβαινα καν να βάλω παπούτσια μέχρι να φτάσω στην πόρτα και να αρχίσω να τρέχω. Έτρεχα έως ότου να μου κοπεί η ανάσα. Μπορεί να έτρεχα και για μιάμιση ώρα χωρίς να σταματήσω. Μόνο έτσι ηρεμούσα. Μόνο έτσι γαλήνευα έστω και για λίγο. Τα πόδια μου μάτωναν στον χαλικόστρωτο δρόμο. Πονούσα μα δεν με ένοιαζε.

Ξεθεωμένος όπως και κάθε βράδυ της μίζερης ζωής μου γυρνούσα σπίτι

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Ξεθεωμένος όπως και κάθε βράδυ της μίζερης ζωής μου γυρνούσα σπίτι.

Κανένας δεν με περίμενε σ' αυτό το μικρό διαμερισματάκι. Έμενα μόνος...

Δεν είχα ποτέ υποστηρικτικούς γονείς για το οτιδήποτε και ποτέ δεν ήμασταν πραγματικά κοντά. Ήθελαν να ζήσουν τη ζωή τους και εγώ ήμουν απλά ένα εμπόδιο στο δρόμο τους. Το χάσμα ανάμεσά μας ήταν μεγάλο. Τόσο που δεν έκλεισε ποτέ. Από τότε που μετακινήθηκα στο Μέιν για να σπουδάσω μιλάγαμε όλο και πιο αραιά μέχρι που σταματήσαμε την τηλεφωνική επικοινωνία.

Δεν με επισκέφτηκαν ούτε μια φορά, ακόμα και όταν τηλεφωνούσα πάντα εγώ και μόνο εγώ τηλεφωνούσα. Ό,τι αποφάσεις έπρεπε να πάρω στη ζωή μου το έκανα μόνος. Ποτέ τους δεν με συμβούλευσαν για κάτι, σημαντικό ή ασήμαντο και ποτέ τους δεν με απέτρεψαν από το να κάνω κάτι, σωστό ή λάθος. Δεν ήταν εκεί. Ποτέ.

Για άλλη μια φορά επέστρεψα στο ασφυκτικό διαμέρισμα που οι τοίχοι του με έπνιγαν λίγο λίγο. Κανείς δεν βρισκόταν εκεί να με παρηγορήσει. Αυτό χρειαζόμουν, μια ζεστή αγκαλιά μονάχα και ένα παρηγορητικό ''όλα θα πάνε καλά''.

Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί, παρά μόνο εγώ. Εγώ και το αβαθές πηγάδι των σκέψεων μου. Μου έλεγαν πως θα μπορούσα να το είχα αποτρέψει, θα μπορούσε να μην ήταν νεκρός. Το καταθλιπτικό γκρίζο ξεφτισμένο χρώμα του τοίχου δεν βοηθούσε. Έδινε την λανθασμένη εντύπωση πως το ήδη μικρό δωμάτιο σιγά σιγά στένευε. Θαρρείς πως ήτανε έτοιμο να σε καταπιεί. Τώρα που το σκεφτόμουν τόσο στενάχωρο και καταθλιπτικό ήταν χωρίς μπαλκόνι, μονάχα με ένα μικρό παράθυρο που θύμιζε κελί φυλακής. Αν και στην φυλακή ακόμα, καλύτερα θα είναι. Ο μέσος όρος των ανθρώπων που πάνε εκεί είναι άνθρωποι κενοί, ανίκανοι να νιώσουν συναισθήματα. Εγώ ένιωθα... αν και ίσως θα ήταν καλύτερα να μην νιώθω.

Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κρύος ιδρώτας είχε περιλούσει κάθε σημείο της άθλιας ύπαρξης μου. Έβλεπα τις σταγόνες να κυλάνε αργά πάνω στο δέρμα μου. Σαν να το ευχαριστιούνταν. Ένιωσα ιδιαίτερα άβολα με αυτή την σκέψη. Τα κατάμαυρα μαλλιά μου είχαν αποκτήσει ένα ακόμα πιο σκοτεινό χρώμα. Ο ιδρώτας τα έκανε να γυαλίζουν και για μια στιγμή ένιωσα αηδιασμένος με την εμφάνιση μου- ρούχα κολλημένα στο σώμα μου σαν μια δεύτερη στρώση δέρματος, ύφος κουρασμένο, μάτια απολύτως κενά πεπεισμένα να φανερώσουν σύντομα την κούραση, την ταλαιπωρία και γιατί όχι και την απελπισία;- Τα μαλλιά έπεσαν στο πρόσωπο μου και τα τράβηξα πίσω.

Το πρόσωπο μου ήταν χλωμό, πιο πολύ απ' ότι συνήθως και οι μαύροι κύκλοι, τα σημάδια της αϋπνίας μου δεν με αποχωρίζονταν ποτέ. Τα μάτια μου με το ασυνήθιστα μελί τους χρώμα έδειχναν τώρα απελπισμένα. Πιο πολύ απ' ότι στο φως της μέρας, αρκετά πιο πολύ.

Φαινόταν να έχαναν κάθε ελπίδα κάνοντας το όμορφο χρώμα τους να ξεθωριάζει. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Ζητούσαν ύπνο, ξεκούραση. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα και σωριάστηκα στο κρεβάτι. Τα μάτια μου έκλεισαν και δεν ήθελαν να ξανανοίξουν ποτέ.

 Τα μάτια μου έκλεισαν και δεν ήθελαν να ξανανοίξουν ποτέ

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.



Το πτώμαWhere stories live. Discover now