Η αγάπη ξεκινάει ως συναίσθημα, αλλά συνεχίζεται από επιλογή. Και εγώ διαλέγω εσένα, κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
- Justin Wetch
-
Αγνή μου,
Το καλοκαίρι μετά από την Πρώτη Λυκείου έπιασα δουλειά. Ένας φίλος της θείας μου είχε ψιλικατζίδικο δυο γειτονιές παρακάτω, ένα χωμένο, καταθλιπτικό, μαγαζάκι τεσσάρων τοίχων. Συνήθως καθόμουν πίσω από το ταμείο, μπροστά από έναν τοίχο καλυμμένο με τσιγάρα, προσπαθώντας να βρω τρόπους να περάσω την ώρα μου. Δεν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιώ το κινητό και πελάτες έρχονταν σπάνια. Τα χειρότερο, όμως, ήταν τα βλέμματα λύπησης που μου έριχνε ο κύριος Γιάννης. Τον έπιανα να με κοιτάει με την άκρη του ματιού του, όσο έφτιαχνε τα ράφια, αυτό το ελάχιστα θλιμμένο, κόκκινο στην άκρη βλέμμα που αποκτούσαν πολύ ενήλικες στην παρουσία μου. Αυτοί που γνώριζαν την κατάσταση τουλάχιστον. Δεν είχα αυταπάτες: δεν υπήρχε άλλος λόγος για να με προσλάβει πέρα από τα παρακάλια της θείας μου και αυτή τη βαριά αίσθηση ευθύνης και λύπησης που του δημιουργούσα.
Η μητέρα μου δεν ενθουσιάστηκε με την προοπτική, όχι όταν της το ανακοίνωσε η θεία μου πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ. «Θα σταματήσεις το Σεπτέμβρη», είπε τελικά, με το στόμα της σουφρωμένο. «Προτεραιότητα είναι το σχολείο». Δεν σταμάτησα προφανώς. Η ψυχολόγος της είπε να με αφήσει να κάνω του κεφαλιού και, όσο και αν την εκνεύριζε, δεν μπορούσε να επιβληθεί μπροστά σε ένα τέτοιο επιχείρημα. Οπότε έκανα του κεφαλιού μου. Και δούλευα στο ψιλικατζίδικο. Θέλω να καταλάβεις πως το μισούσα. Το απεχθανόμουν. Μισούσα να ξυπνάω το πρωί, να κάθομαι πίσω από την ταμειακή μηχανή, να ακούω τον κύριο Γιάννη να ακροπατεί γύρω μου, λες και ήμουν εύθραυστο υλικό προς μεταφορά. Αλλά όσο και να το μισούσα ήταν καλύτερο από την εναλλακτική. Θεέ μου, ήταν τόσο καλύτερο από την εναλλακτική.
Δεν άντεχα να μένω σπίτι. Δεν άντεχα να βλέπω τη μητέρα μου. Δεν άντεχα να κάθομαι στο δωμάτιο μου, όσο τα βήματα της ηχούσαν σταθερά σε ένα μονότονο περπάτημα: πάνω-κάτω στο σαλόνι, πάνω-κάτω. Την έβλεπα να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ο καπνός μαζευόταν στο λαιμό μου, έμπαινε από τα ρουθούνια μου, με έπνιγε. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω σε εκείνο το σπίτι. Σε εκείνο το παγωμένο, άδειο σπίτι, που είχε μαζέψει κρυστάλλους σε κάθε γωνία και καπνό. Πέθαινα εκεί μέσα, κάθε μέρα, κάθε ώρα, με κάθε λέξη της, με κάθε βλέμμα της, με κάθε τρέμουλο της φωνής της, πέθαινα. Οπότε, έκανα το δειλό πράγμα. Έφευγα. Ξύπναγα το πρωί, μάζευα τα πράγματα μου και κλείδωνα την πόρτα πίσω μου. Ο αέρας της γειτονιάς είχε διαφορετικό άρωμα εκείνες τις μέρες. Σαν την πρώτη ρουφηξιά οξυγόνου όταν βγαίνεις από φλεγόμενο δωμάτιο.
YOU ARE READING
από τον καπνό, τα ρόδα
Short StoryΑκόμη και τώρα, αν με ρωτήσεις, δεν έχω σταματήσει να αγαπάω την κυρία Αγγελική. Ούτε εκείνη, ούτε τον άντρα της. Ούτε το κορίτσι και το αγόρι πάνω από το τζάκι. Αν θυμάσαι έχω τη φωτογραφία τους ακόμη, στην τραπεζαρία. Αυτή είναι. Σου είχα υποσχεθε...