Όλα άρχισαν από εκείνο το πρωί..
«Λοιπόν, εγώ είμαι έτοιμη φεύγωωω...» φώναξα καθώς στεκόμουν στην πόρτα κρατώντας ήδη το χερούλι της.
«Περίμενε καλέ...» άκουσα τη συγκάτοικο μου να απαντά στον ίδιο φωνακτό τόνο και σε μερικά δευτερόλεπτα εμφανίστηκε μπροστά μου.
Αναμαλλιασμένη, τα μάτια της ελαφρώς μουτζουρωμένα από υπολείμματα μάσκαρα, με την πιτζάμα της στραβοκουμπωμένη και τελευταία πινελιά.. η τσίμπλα στο μάτι. Ήταν πολύ χαριτωμένη. Γέλασα απαλά. «Θες κάτι πριν φύγω Ξένια;» τη ρώτησα.
«Καλή αρχή στη νέα σου δουλειά» μου είπε και χαμογέλασε. Με κοίταξε καλύτερα και μου είπε με σοβαρό-λίγο φρικαρισμένο ύφος «Με τις φόρμες και τα αθλητικά παπούτσια θα πας στη δουλειά;»
Στριφογύρισα τα μάτια μου από αγανάκτηση «Μπορείς να ξανακοιμηθείς και αύριο να μου ξανά επαναλάβεις την ευχή σου;» την κοίταξα ενοχλημένη.
Έξυσε σκεφτική το κεφάλι της «Δεν κατάλαβα..».
«Τελικά όταν μιλάω στον τοίχο μου φαίνεται τα λέω. Αφού χθες σου είπα ότι σήμερα θα πάω μια αναγνωριστική βόλτα μέχρι εκεί. Να δω που ακριβώς βρίσκεται το κτήριο, να πάρω την προσωπική κάρτα εισόδου και την υπαλληλική μου ταυτότητα. Αύριο ξεκινάω κανονικά δουλειά».
«Συγγνώμη βρε Σμαράγδα μου, δεν είναι ότι δεν σε ακούω όταν μιλάς. Το ξέχασα».
Της χαμογέλασα. «Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα. Περίμενε με να γυρίσω, δεν πιστεύω να αργήσω, να πιούμε καφέ μαζί και μετά πας στη δουλειά. Στο κάτω κάτω τι αφεντικό είσαι;»
«Τέλεια ιδέα! Θα πάρω τηλέφωνο να ενημερώσω».
«Ωραία! Έφυγα».
«Στο καλό».
Βγήκα στο δρόμο για να βρω ταξί. Ευτυχώς δεν περίμενα πολύ. Εντόπισα ένα ταξί που ερχότανε και αμέσως σήκωσα το χέρι.
«Που πάμε κοπελιά;» με ρώτησε με τη βαριά φωνή του μόλις βολεύτηκα στο πίσω κάθισμα.
Του είπα τη διεύθυνση της εταιρίας και ξεκίνησε.
Μετά από περίπου είκοσι λεπτά φτάσαμε. Πλήρωσα και κατέβηκα. Για μια στιγμή μου τράβηξε την προσοχή μια μαύρη Μερσέντες με φιμέ τζάμια. Γύρισα και κοίταξα το πανύψηλο κτήριο. Ήταν γυάλινο και φιμέ όπως και η πανάκριβη Μερσέντες που ήταν πίσω μου.
Προχώρησα προς την είσοδο και οι γυάλινες πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Κάτω το πάτωμα ήταν στρωμένο με μαύρο γρανίτη τόσο εκθαμβωτικά γυαλισμένος που καθρεφτιζόταν ολοκάθαρα το πρόσωπό μου. Προχώρησα προς την ρεσεψιόν και ζήτησα από την κομψή ξανθιά κοπέλα να μου πει από πού θα έπαιρνα ό,τι χρειαζόμουν μιας και από αύριο θα ήμουν επίσημα εργαζομένη. Μου ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία και με πληροφόρησε ότι όλη αυτή η διαδικασία γινόταν επειδή το κτήριο στέγαζε κι άλλες εταιρείες και όχι μόνο το αρχιτεκτονικό γραφείο του 15ου ορόφου στο οποίο είχα προσληφθεί. Τέλος με παρέπεμψε στην μελαχρινή κοπέλα που βρισκόταν στο βάθος πίσω από έναν γυαλιστερό λαμέ πάγκο.
YOU ARE READING
Αχ, αυτό το ασανσέρ!
Short StoryΕίναι η ιστορία που έγραψα για τον διαγωνισμό Valentine Contest '19 "Love elevator" με θέμα: 'Στο ασανσέρ'