Κεφάλαιο 1

468 34 1
                                    

Τα κλαδιά των δέντρων ταλαντεύονταν καθώς ο αέρας τα τραβούσε προς την κατεύθυνση του και η σκιά του δέντρου που κουνιόταν ζωγραφίζονταν στο χωματόδρομο δίπλα από την εκκλησία. Κάτω από το μεγάλο δέντρο υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι όπου και είχαν συγκεντρωθεί τέσσερις οικογένειες με συγγενικό αίμα για την ημέρα του Πάσχα. Δύο άντρες τους στέκονταν λίγο πιο πέρα, δίπλα σε μια ψησταριά και έψηναν διάφορα κρέατα καθώς οι γυναίκες ετοίμαζαν το τραπέζι.
Η ημέρα του Πάσχα είχε έρθει και όπως οι περισσότερες οικογένειες στην Ελλάδα, η οικογένεια της Αριάδνης είχαν βγει με τους συγγενείς τους για να ψήσουν και να φάνε προς τιμή της ανάστασης του Χριστού. 

Η Αριάδνη από την άλλη, μαζί με τον αδερφό της, τον Πάρη και τα δύο τους ξαδέρφια, τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο, είχαν απομακρυνθεί από το τραπέζι και είχαν μπει μέσα σε ένα μονόδρομο, όπου οδηγούσε σε έναν εγκαταλελειμένο στάβλο και κάποτε υπήρχαν άλογα. Ή έστω έτσι νόμιζαν. Παλιότερα είχε τύχει να δουν ένα-δύο άλογα όμως δεν ήταν πάντα εκεί και είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είδαν κάποιο. Ο χωματόδρομος ήταν σκεπασμένος με μεγάλα δέντρα με καταπράσινα φύλλα ενώ παντού γύρω τους υπήρχε πρασινάδα από το χόρτο που ξεπρόβαλε μέσα από την γη. Το τοπίο ήταν εντυπωσιακά όμορφο και η Αριάδνη πάντα ευχαριστιόταν τις επισκέψεις της σε αυτό το μέρος. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, οι γονείς της την έφερναν εδώ μαζί με τον αδερφό της κάθε Κυριακή αφού τελείωνε η λειτουργία στην εκκλησία του χωριού τους και έρχονταν εδώ για να ανάψουν κάποιο κερί κι να χαλαρώσουν δίπλα στην φύση. Από τότε που το θυμόταν ήταν ένα γαλήνιο μέρος. 

Όταν πλέον έφτασαν δίπλα στον στάβλο, παραβίασαν την μισοσπασμένη πόρτα, τραβώντας την προς τα έξω ενώ πρόσεχαν να μην πέσει μιας και ήδη κρατιόταν με το ζόρι. Μέσα είχε γεμίσει λάσπη, μιας και την προ-προηγούμενη μέρα ο καιρός έδειχνε να είχε τρελαθεί και έβρεχε καταρρακτωδώς κι η σπασμένη στέγη σίγουρα δεν βοηθούσε στο να παραμείνει στεγνό το έδαφος του στάβλου. Ο αέρας έμπαινε μέσα από τις τρύπες και η Αριάδνη ένιωθε τον τρόπο που άλλαζε η ατμόσφαιρα καθώς αυτό το στοιχείο έκανε την δική του επανάσταση° έγδερνε το ξύλο από το οποίο ήταν φτιαγμένος ο στάβλος και η ελάχιστη ζέστη που είχε μέσα μπερδευόταν με αυτό. Τα παιδιά πέρασαν προσεκτικά πάνω από τις λάσπες και βγήκαν από την άλλη μεριά του στάβλου. Εκεί δεν υπήρχε λάσπη, ούτε χωματόδρομος. Αντιθέτως, όλο το τοπίο ήταν βαμμένο με το χρώμα του πράσινου και δεν μπορούσες να διακρίνεις ίχνος του καφέ στο έδαφος, μόνο στο κορμό των δέντρων. 

HadesWhere stories live. Discover now