Σελίδα 2

191 15 4
                                    

Με το που μαθεύτηκε πως η μάνα μου αυτοκτόνησε μια σιωπή σκέπασε το χωριό μας. Ενοχές και τύψεις. Αυτό ενιωθαν σχεδόν όλοι. Άλλοι είπαν πως ήταν δειλία. Πως θα έπρεπε να είχε ζήσει. Πως θα έπρεπε να είχε ζήσει για μας... Οι φήμες και τα ψέματα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Τις Κυριακές στην εκκλησία μας έδειχναν με το δάχτυλο εμένα και την Δανάη. Τα αυτιά μου ματωναν δεν αντεχα άλλο. Δεν άντεχα άλλο να του ακούω. Πνιγόμουν. Πνιγόμουν μες' στα ψεύτικα χαμόγελα τους. Μες' στην υποκρισία τους και την κακία τους. Μέχρι και η νονά μου η Μαρία σταμάτησε να μας στέλνει γράμματα από το Ηράκλειο. Ήμασταν καταραμένοι. Έτσι μας είπε. Όλα ήταν μαύρα δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι χειρότερο. Κι όμως...άλλα σχέδια είχε για μένα η μοίρα.
  1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό μας. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Πόσα να αντέξει πια μια ψυχή; Το φαγητό λιγοστευε, οι κοιλιές πονούσαν και τα κλάματα ήταν πλέον η μόνη μουσική μας. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα και ο φόβος είχε στοιχειώσει πια για τα καλά τις καρδιές μας. Εγώ στα 18 μου και η Δανάη στα 17. Ήμασταν πια ολόκληρες γυναίκες. Την μέρα των γενεθλίων της Δανάης απελευθερωθήκαμε. Η Κρήτη μας ήταν ελεύθερη! Όλο το χωριό ξεχύθηκε στους δρόμους με δάκρυα στα μάτια και η χαρά ξεχείλιζε από τα χαμόγελα όλων. Μόνο τα δικά μας τα χαμόγελα πέθαιναν αργά μα τόσο γρήγορα...
  Ανέβηκα με δυσκολία και πολύ πόνο στο σκαλοπάτι των 19 μου. Εκείνη την Δευτέρα φεύγοντας από την εκκλησία ο πατέρας μου, μου είπε πως μας περίμενε ένας γνωστός του σπίτι και πως έπρεπε οπωσδήποτε να τον γνωρίσω. Ανοίγω λοιπόν και εγώ την πόρτα και βλέπω έναν άνδρα γύρω στα 60 με λευκά μαλλιά και λευκά γένια. Το βλέμμα του με τρόμαξε, σαστισα για δυο λεπτά. Καθίσαμε στον καναπέ και η Δανάη έφερε λίγο κρασί, αμέσως ο πατέρας μου είπε: "Λοιπόν Δήμητρα αυτός είναι ο Γιώργος καλός μου φίλος και εξαιρετικός άνθρωπος. Σε έχει δει ξανά δυο φορές στην πηγή του άρεσες και ήρθε να σε γυρέψει. Για αυτό και εμείς λοιπόν κανονίσαμε να γίνει γάμος. Είσαι πια μεγάλη κοπέλα, άλλωστε ο Γιωργής, είναι ο λεβέντης του χωριού μας και έχει και έναν σκασμό αμπέλια". Πάγωσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα μόλις είχα ακούσει. Όλα γύρω μου μαύρισαν. Ξαφνικά μούδιασα ολόκληρη. Αθελά του ένα μαύρο δάκρυ κύλησε αργά. Τότε ο πατέρας μου, μου ζήτησε να πάμε στην κουζίνα και η Δανάη έμεινε με τον Γιώργο."Τι είναι τούτα που κάνεις μωρή! Δήμητρα συμμορφώσου γιατί θα σε κάνω μαύρη στο ξύλο κακόμοιρα μου. Τον Γιωργή θα τον πάρεις θες δεν θες και δεν ακούω πράμα!"

Τα δάκρυα είναι φτιαγμένα από πόνο Where stories live. Discover now