1 Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

72 6 6
                                    

Στύλωσα τα μάτια μου ψηλά. Το άπλετο τοπίο του νησιού, μπροστά μου, έμοιαζε σαν ένα παράξενο όνειρο. Ένα πέπλο ομίχλης είχε σκεπάσει τα σπίτια και χάιδευε μεθοδικά τις πρασινωπές κορυφές των ελάτων, που φάνταζαν σαν ψηλοί στρατιώτες, που ξάγρυπνοι φιλούσαν τις στέγες των σπιτιών. Με μια μικρή και μάλλον, άτσαλη δρασκελιά, κατέβηκα από τη βάρκα πλατσουρίζοντας τα γυμνά μου πόδια στο δροσερό νερό. Βάδισα ως την ακτή, νιώθοντας τη καυτή άμμο να τρυπώνει ανάμεσα στα δάχτυλά μου, σαν να ήθελε να με καταπιεί. Κοίταξα κάτω απορημένη, προσπαθώντας ανεπιτυχώς, να καταλάβω τι προκαλούσε τόση ζέστη πάνω σε εκείνο το στρώμα χώματος. Ο απογευματινός ουρανός ήταν γκριζωπός, ίσως με μερικές λάμψεις σε κάποιον υποθετικό ορίζοντα, μα η σκιά της παχιάς ομίχλης, είχε καλύψει τα πάντα, ωστόσο δεν έκανε κρύο. Ο καιρός έμοιαζε σαν “ένα άλλο Καλοκαίρι”. Στράβωσα τα χείλη μου με μια ανόητη απορία χαραγμένη στα μάτια. Καθ’ όλη την διαδρομή, τα μέτωπα μας είχαν καεί από τον ήλιο και η θεία Μάρθα, δεν σταματούσε να κουνά εκείνη την χρωματιστή θορυβώδης βεντάλια, που μου είχε πάρει το μυαλό. Την τελευταία φορά που είχα επισκεφτεί το νησί, δεν το θυμόμουν έτσι. Είχαμε φτάσει βέβαια δέκα το πρωί και τότε πλησίαζε οκτώ το βράδυ. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω και ούτε κάθισα να το σκεφτώ περισσότερο. Περπάτησα τρικλίζοντας στην άμμο, με τα πόδια μου πασπαλισμένα με εκείνους τους χρυσούς λεπτούς κόκκους. Έστρεψα το βλέμμα μου δεξιά, στο πέτρινο τοιχάκι, που ανηφορίζοντας έφτανε μέχρι το βάθος και κατά μήκος της παραλίας. Οι πέτρες του ήταν φθαρμένες, αλλά τέλεια σφηνωμένες η μία μέσα στην άλλη, σαν να είχαν φτιαχτεί εξ ολοκλήρου για να ταιριάζουν. Μα στα θεμέλια του, είχαν φυτρώσει κάποια βρύα, που σκαρφάλωναν δειλά μέχρι και τις πρώτες ή δεύτερες πέτρες. Ήταν ολοφάνερα αρχαίο και εντελώς απείραχτο από σύγχρονες παρεμβολές, σαν να είχαν οι νησιώτες εκεί, ένα βαθύ σεβασμό για οτιδήποτε παλιό. Πήρα τα μάτια μου από εκεί και επέστρεψα ξανά στη θέα της θάλασσας. ’ρχισε να σηκώνει ένα απαλό κύμα, καθώς το πρώτο θολό φως του φεγγαριού, ξεκινούσε να το αγγίζει τρυφερά. Εκείνη η εικόνα, χώθηκε βαθιά μέσα μου και ένιωσα την ενέργεια του νησιού μέσα στο στήθος μου, σαν μία δεύτερη καρδιά, ριζωμένη πλάι στη δική μου. Χτυπούσε ζωηρά, σαν κάτι να ‘θελε να μου πει, ενώ τα χέρια μου έσφιγγαν ανεξέλεγκτα τις λευκές κορδέλες του φορέματος μου.
«Καλώς ήρθατε στη Σειρένα!» αντιλάλησε η φωνή του βαρκάρη, που μας είχε φέρει.
Το νησί ΔΕΝ διέθετε λιμάνι.
Τα μάτια τα δικά μου και της Μάρθας, διασταυρώθηκαν έντονα. Ήταν σαν να μου έλεγε πως ακόμη προλαβαίνω να αλλάξω γνώμη και να φύγουμε από εκεί, όσο είχαμε ακόμη κοντά το μεταφορικό μας μέσο. Έσφιξα τα χείλη μου με μια προφανή άρνηση. Με κοίταξε. Με αγνόησε με εκνευρισμό και συνέχισε να παίρνει τις αποσκευές μας από τα χέρια του κυρίου.
«Ευχαριστούμε για όλα.» του φώναξα και εκείνος ανεβοκατέβασε το φθαρμένο του καπέλο, σαν να με χαιρετούσε με ευγένεια. Σε λίγο θα έπρεπε να προχωρήσουμε για να βρούμε το σπίτι, για αυτό και κάθισα πάνω σε μια αναποδογυρισμένη βάρκα, για να φορέσω τα σανδάλια μου. Υπήρχαν κι άλλες ψαρόβαρκες, πίσω, αριστερά και δεξιά μου και όσο πάλευα να κουμπώσω εκείνα τα μπελαλίδικα λουριά, κάτι στις άκρες των ματιών μου, μου αποσπούσε τη προσοχή. Γύρισα αργά και ήρθα αντιμέτωπη με κάποιες κατακόκκινες κορδέλες, που ήταν περασμένες ανάμεσα στα σανίδια. ’λλες χόρευαν στον απαλό αέρα και άλλες νωχελικά σέρνοντας στην άμμο, σαν να προσκυνούσαν την αλμυρή θάλασσα απέναντί τους. Ήταν τόσο αταίριαστες μέσα σε εκείνα τα μουντά χρώματα! ’πλωσα το χέρι μου να πιάσω μια απ’ αυτές, μα πριν τα δάχτυλά μου αγγίξουν το πορφυρό της ύφασμα, ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, από τα πόδια μέχρι το σβέρκο. Όλα γύρω μου σιώπησαν και ο αέρας ακόμη έφτανε βουβός. Η σιωπή που επικράτησε, γέμισε αμέσως από μια παράξενη βοή. Και όσο προσηλωνόμουν ασυναίσθητα σε αυτή, η βοή άλλαζε και γινόταν τραγούδι και το τραγούδι σύντομα μετατράπηκε σε έναν σιγανό, αλλά έντονο ύμνο από γυναικείες φωνές. Τις άκουγα μέσα στο μυαλό μου να ψέλνουν, μα θα ορκιζόμουν πως κάποιος πραγματικά τραγουδούσε ακριβώς δίπλα στο αυτί μου.
«Ρωξάνη!» η δυνατή φωνή της Μάρθας, με ξύπνησε από εκείνη την αλλόκοτη παραίσθηση.
Την κοίταξα σαν υπνωτισμένη, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά μου αργά, ενώ οι φωνές είχαν εξαφανιστεί.
«Σου μιλάω εδώ και ώρα. Δεν με ακούς;» με ρώτησε φοβισμένη.
«Γιατί φωνάζεις;» άργησα να ανταποκριθώ. «Σε ακούω.» συνέχισα πιο ζωηρά, βάζοντας τα μαλλιά μου πίσω από τα αυτιά.
«Ακουσε, αυτό το μέρος μου προκαλεί νευρικότητα. Το καλό που σου θέλω, χρυσό μου, να μην με ζορίζεις πολύ και εσύ.» σχεδόν με παρακάλεσε με ένα βασανισμένο ύφος.
«Μάλλον αφαιρέθηκα.» απολογήθηκα και με τρόμο ανακάλυψα πως η βάρκα που μας είχε μεταφέρει, είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την ακτή, που έμοιαζε πια με κουκκίδα στον ορίζοντα. Πραγματικά δεν ήξερα πόσα λεπτά καθόμουν στα χαμένα.
«Έλα, πάμε σπίτι.» πρότεινα, παίρνοντας όλες τις βαλίτσες. Δεν ήθελα να την κουράσω.
Αρχίσαμε να βαδίζουμε στον ανηφορικό πλακόστρωτο δρόμο, που περνούσε σύριζα από το παλιό τοιχάκι και χανόταν μέσα σε αχανή δέντρα και άγριες τριανταφυλλιές, μακριά από τα υπόλοιπα σπίτια. Εκείνος ο δρόμος θα μας οδηγούσε στο σπίτι και δεν ήταν καθόλου ευχάριστος για τη Μάρθα. Με ακολουθούσε από πίσω, χτυπώντας τη γλώσσα της επικριτικά και τυλίγοντας με δύναμη τη γαλάζια ζακέτα της γύρω από το παχουλό της σώμα. Είχε κάνει εκείνη τη κίνηση τόσες φορές, που σχεδόν το ύφασμα έβρισκε πλέον μόνο του το δρόμο.
«Σε λίγο φτάνουμε.» αποκρίθηκα, θέλοντας να απαλύνω τη ταλαιπωρία της.
«Το λες σαν να οδεύουμε στο πιο χλιδάτο ξενοδοχείο της Ελλάδας.» παραπονέθηκε.
«Το σπίτι του πατέρα σου, Ρωξάνη, είναι ερείπιο.» αναφώνησε. Τη λέξη “ερείπιο” την πρόφερε με πολλά “ρ”. «Η Ησιόνη το ετοίμασε για εμάς.» την ενημέρωσα, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού μου την αντίδρασή της.
Κούνησε το κεφάλι της, κάνοντας τα καστανά μαλλιά της να αναδευτούν και πήρε ένα ύφος απόγνωσης, που δεν με άφησε αδιάφορη.
«Μάρθα, γιατί δέχτηκες να με ακολουθήσεις; Από την αρχή του ταξιδιού, περνάς χάλια και μισείς τη Σειρένα. Το ξέρεις καλά πως δεν θέλω να ταλαιπωρείσαι εξ αιτίας μου. Νιώθω πως σου γίνομαι βάρος!» της είπα λυπημένα και φανέρωσα από το τσεπάκι μου, το κινητό μου τηλέφωνο. «Ορίστε. Αν θέλεις, κάλεσε τον οδηγό να σε πάει πίσω στο λιμάνι της Λεύκης.» Λεύκη λεγόταν το απέναντι νησί και απ’ τη Σειρένα, απείχε περίπου μία ώρα. Από εκείνο το λιμάνι, θα μπορούσε να επιστρέψει πάλι πίσω στη πόλη.
Με κοίταξε με ένα ανάμικτο ύφος και σταύρωσε τα χέρια της ξεροκαταπίνοντας. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.» μουρμούρισε κοιτώντας το έδαφος.
«Φυσικά και μπορείς, Μάρθα.» αποκρίθηκα με απλότητα.
«Πριν κλείσει τα μάτια του ο πατέρας σου, υποσχέθηκα να σε προσέχω και να μην φεύγω από κοντά σου. Μόνο εμένα έχεις στο κόσμο και δεν μπορώ να σε αφήσω.» είπε με χαμηλή φωνή.
«Επιμένω να φύγεις. Δεν θέλω να θυσιάζεις πράγματα που αγαπάς για εμένα. Μπορώ να τα καταφέρω εδώ. Ο μπαμπάς είναι στο πλευρό μου.» αποκρίθηκα, κρατώντας ακόμη το κινητό μπροστά της.
Μου έγνεψε αρνητικά και συνέχισε μόνη της να περπατάει στο δρόμο, κάτω από εκείνες τις τρεμάμενες μισοσπασμένες λάμπες, που μετά βίας φώτιζαν τα βήματά μας. Αναστέναξα βαθιά, νιώθοντας τη προσπάθειάς μου να σπάει σε μικρά κομμάτια μπροστά στα πόδια μου. Δεν θα έφευγε. Θα έμενε εκεί, μαζί μου και θα ταλανιζόταν βασανιστικά μέσα στις δικές μου επιλογές. Μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να της αλλάξω γνώμη. Την ακολούθησα με βήματα αργά, καθώς τα χέρια μου από τον αγκώνα και κάτω, είχαν μουδιάσει από το βάρος και πονούσα. Μετά από πέντε λεπτά, ο δρόμος έγινε χωμάτινος και μας οδήγησε στο παλιό σπίτι του μπαμπά. Στεκόταν δύο μέτρα απ’ την ακτή και ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό. Σταθήκαμε απέναντί του παγωμένες από τη θέα του και οι διηγήσεις του μπαμπά, έρχονταν στα αυτιά μου σαν και πρώτα. Οι τοίχοι του ήταν κιτρινισμένοι και σε αρκετά σημεία, κυρίως κοντά στη στέγη, διαγράφονταν κάποια βαθιά ραγίσματα. Μα τα παράθυρά και η πόρτα, είχαν μια παλιά πολυτέλεια, με μπρούτζινες λεπτομέρειες και περίτεχνα κάγκελα στο μεγάλο κυκλικό μπαλκόνι. Εκεί ήταν που είδαμε μια σκυμένη μορφή, κοντά στη πόρτα. ’φησα τις βαλίτσες να πέσουν από τα παγωμένα χέρια μου και έτρεξα ως εκεί, αποφεύγοντας τις στρογγυλές πέτρες που είχαν σκεπάσει το έδαφος.
«Καλώς ήρθατε!» άκουσα τη τρεμάμενη φωνή της κυρίας Ησιόνης.
Ήταν η ηλικιωμένη κυρία, που φρόντιζε το σπίτι.
Ένα μικρό φως άνοιξε πάνω από το κεφάλι της και είδα τη συμπαθητική μορφή της.
«Κυρία Ησιόνη, χαίρομαι πολύ σας βλέπω.» αποκρίθηκα χαμογελώντας και της άπλωσα το χέρι μου.
Ήταν κοντούλα, πιο μικρόσωμη από εμένα, που δεν μπορούσα να θεωρηθώ και το πρώτο μπόι. Τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα σαν χιόνι, δένονταν σε μια επιμελημένη κοτσίδα πίσω στο κεφάλι της και το πρόσωπό της, ήταν χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες. Τα μάτια της όμως ήταν καθάρια, γαλανά με ωραίες βλεφαρίδες και ένα καλοσυνάτο χαμόγελο, φώτιζε εκείνη τη χλωμή επιδερμίδα. Με άρπαξε στην αγκαλιά της, σφίγγοντας με με αγάπη, κάνοντάς με να ξαφνιαστώ από τη δύναμη που είχαν εκείνα τα χέρια.
«Ρωξάνη μου, γλυκό μου παιδί.» ψέλλισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου με λαχτάρα.
«Πώς είστε;» την ρώτησα.
Μύριζε γλυκό τριαντάφυλλο ολόκληρη, λες και βρισκόταν όλη μέρα, μέσα σε κάποιο εργαστήρι με γλυκά του κουταλιού.
«Είμαι μια χαρούλα. Σας περίμενα.» απάντησε και αφήνοντάς με από τα χέρια της, πήγε να χαιρετήσει τη Μάρθα, που στεκόταν στα σκαλιά, παρατηρώντας εκείνη τη θερμή υποδοχή.
Η Ησιόνη, γνώριζε το μπαμπά μου από παιδάκι και στη κηδεία του, η οποία είχε γίνει στη Σειρένα, δεν είχε πάψει να κλαίει και να χτυπιέται με θρήνους φοβερούς. Εκείνη την ημέρα τη γνώρισα, πριν δύο χρόνια, μέσα σε ένα νεκροταφείο. Ο μπαμπάς μου όμως, κατά την διάρκεια της ζωής του, συνεχώς μου μιλούσε για αυτή και μου έλεγε πόσο καλή και άξια εμπιστοσύνης ήταν. Φρόντιζε το σπίτι, σαν να ‘τανε δικό της.
«Πώς ήταν το ταξίδι σας;» την άκουσα να λέει.
«Ατελείωτο.» απάντησε η Μάρθα με ένα κοφτό γέλιο.
Η Ησιόνη γέλασε με κλειστά χείλη, σαν να ‘ταν κάποια αριστοκράτισσα, που είχε διδαχτεί τους κανόνες ευγενείας.
«Χορτάσαμε το γαλάζιο της θάλασσας. Τόσο χρώμα, δεν βρίσκεις πουθενά στη πόλη.» αποκρίθηκα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Φάνηκαν να συμφωνούν και οι δύο, αν και η Μάρθα, ήταν μαγκωμένη μέσα στο σφικτό καβούκι της δυσαρέσκειας.
Αμέσως μπήκαμε στο σπίτι και είδα επιτέλους τα δωμάτια όπου μεγάλωσε ο μπαμπάς, πασπαλισμένα με τα σημάδια του χρόνου. Οι τοίχοι ήταν κιτρινισμένοι, με κάποια ίχνη υγρασίας ψηλά, αλλά τα έπιπλα ήταν όλα πανέμορφα, από σκούρο βαρύ ξύλο και σκαλίσματα που θα ζήλευε και το πιο πλούσιο σαλόνι στη πόλη. Γενικά το ξύλο, έπαιζε κυρίαρχο ρόλο σε κάθε δωμάτιο. Διέθετε δύο ορόφους που επικοινωνούσαν με μια ίσια, κάπως ετοιμόρροπη σκάλα. Τα κάτω δωμάτια, ήταν ένα μεγάλο σαλόνι – καθιστικό με μπλε καναπέδες και τραπεζαρία -, μία κουζίνα και ένα γραφείο, που διέθετε μια τεράστια βιβλιοθήκη, που είχε ακόμη τα βιβλία του μπαμπά και του παππού. Τα επάνω δωμάτια, ήταν δύο κρεβατοκάμαρες και μία αποθήκη, την οποία η Ησιόνη μας την έδειξε από μακριά. Το καλύτερο όμως ήταν πως εγώ θα έπαιρνα το υπνοδωμάτιο που είχε ο μπαμπάς ως παιδί. Η χαρά μου εκφράστηκε με δάκρυα, που έκρυψα αμέσως μέσα στο μπάνιο.
Η περιήγηση έλαβε τέλος, ύστερα από πολλές εξηγήσεις και λεπτομέρειες, που δεν χόρταινε να μας λέει η Ησιόνη. Ήξερε τα πάντα, γνώριζε οτιδήποτε και φρόντιζε να μας το αποδεικνύει, με την πρώτη ευκαιρία. Ημερομηνίες και ονόματα, καταστάσεις και γεγονότα. Λίγα από αυτά μπορούσα να θυμηθώ αφότου έφυγε.
Όταν έμεινα μόνη μέσα σε εκείνους τους τοίχους, στάθηκα κάτω από το τζάκι, με τη μεγάλη φωτογραφία του μπαμπά να με κοιτά στα μάτια. Εκείνο το σπίτι, το έβλεπα σαν ένα κομμάτι ακατέργαστου χρυσού, που με λίγη βοήθεια, θα γινόταν το σπίτι που ονειρευόμουν πάντα. Ήταν σπουδαίο μέρος, καλύτερο και από εξοχικό, πιο σημαντικό και από ένα μπαούλο γεμάτο χρυσάφι. Και θα φρόντιζα να το κάνω και πάλι να λάμπει.
Πριν φύγει η Ησιόνη, μου θύμισε να περάσω την επόμενη ημέρα από τη δουλειά. Της είχα ζητήσει στο τηλέφωνο να ψάξει κάτι για εμένα και εκείνη μου πρότεινε ένα κέντρο διασκέδασης, με πολύ καλές συστάσεις. Τα χρήματα που πρόσφερε, ήταν ικανά για να πω αμέσως το ναι. Βέβαια, μου εξήγησε πως το ωράριο και τα καθήκοντα, απαιτούσαν γερό στομάχι, μα ήμουν πρόθυμη να το προσπαθήσω και όπου με έβγαζε. Δεν θα έχανα εκείνη την ευκαιρία. Αλλωστε, πόσες θα εμφανίζονταν σε εκείνο το νησί;
Καληνύχτισα τη Μάρθα και μπήκα στο υπνοδωμάτιο. Η Ησιόνη είχε στρώσει καθαρά σεντόνια, που μύριζαν απορρυπαντικό ρούχων με άρωμα λεβάντα. Έβγαλα τα ρούχα μου και καθώς φορούσα τις πιτζάμες, το βλέμμα μου έπεφτε στο μεγάλο παράθυρο. Η θάλασσα ήταν τόσο κοντά, που νόμιζα πως αν άνοιγα τα παραθυρόφυλλα και τέντωνα το χέρι μου, θα μπορούσα να αγγίξω το νερό. Ήταν το μοναδικό παράθυρο, που είχε τέτοια θέα! Με έκανε να αναρωτιέμαι...πόσο πολύ να άρεσε στο μπαμπά η θάλασσα, για να αποφασίσει να κοιμάται εκεί!
Ξάπλωσα στο στρώμα, μουδιασμένη από τη κούραση, προσπαθώντας να διώξω όλες τις σκέψεις που ορμούσαν στο μυαλό μου ακατάπαυστα. Είχα πολλά να σκεφτώ, πολλά για τα οποία είχα ανάγκη να κλάψω. Μα τότε ήμουν εκεί. Μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, που είχε παντού την αγαπημένη όψη του. Και μπορώ να πω, πως εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα πιο πολύ χαρούμενη, παρά λυπημένη. Είχα ξεχάσει εκείνη την αίσθηση, για καιρό. Θυμήθηκα πως είναι να αισθάνεσαι το αμυδρό άγγιγμα της ηρεμίας στη ψυχή σου.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ - RIA JAROUXI (Μη Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now