2 ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ

29 6 0
                                    

Πήρα μια βαθιά ανάσα και πλησιάζοντας την είσοδο, είδα τη μεγάλη επιγραφή “Ανάκτορο”, που σιγά σιγά άναβε. Πολύ πολύ επιβλητικό όνομα για ένα κέντρο! Φαντάστηκα πως το αφεντικό, θα ήταν άνθρωπος που του άρεσαν τα μεγαλεία. Η ανάσα που είχα πάρει νωρίτερα, δεν είχε βγει από τα χείλη μου, ώσπου άνοιξα τα πόρτα. Το άγχος με είχε κυριεύσει, μα η πρώτη εικόνα του μαγαζιού, παραμέρισε τα πάντα. Κόκκινοι και μαύροι τοίχοι απλώθηκαν μπροστά μου και τα τραπέζια με τα χρυσά κεράκια, είχαν καλύψει όλο το χώρο. Ενώ στο βάθος αχνοφαινόταν μια σκηνή, που επάνω της έλαμπαν τα μουσικά όργανα, με χρυσαφιά και ασημένια χρώματα, ενώ δίπλα μου, υπήρχε το μπαρ με τα ψηλά μαύρα σκαμπό. Ανάμεσα στα χιλιάδες μπουκάλια, στεκόταν ένας τύπος, που με κοιτούσε από την ώρα που μπήκα μέσα. Το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο με πυκνά γένια και τα μπράτσα του ήταν τόσο φουσκωμένα, που έμοιαζαν να είναι έτοιμα να σκίσουν εκείνο το κόκκινο μπλουζάκι. Ήταν σίγουρα πάνω από είκοσι, αλλά όχι παρά πάνω από τριάντα. Φαινόταν από εκείνους τους τύπους, που συχνάζουν σε κλαμπ και ξενυχτάνε φλερτάροντας. Καθόλου καλή ιδέα να τον πλησιάσω. Ήδη με έκανε να νιώθω πολύ αμήχανα με εκείνο το αδιάκριτο βλέμμα. Μα έπρεπε σε κάποιον να μιλήσω. Είδα τη σωτήρια μου επιτέλους, κοντά στα πρώτα τραπέζια. Ένα ψηλόλιγνο κορίτσι με μια ατημέλητη κοτσίδα, που καθάριζε με ένα πανί τη γυαλιστερή καρέκλα, ενώ προσποιούνταν την αδιάφορη. Την έπιανα να με κοιτά, με περιέργεια, χαμογελώντας ελαφρά. Σε εκείνη θα μιλούσα! Μα πριν προλάβω να φτάσω κοντά της, ένας ψηλός κύριος με αραιά μαλλιά και γκρίζο κοστούμι, εμφανίστηκε από το πουθενά, βαδίζοντας προς το μέρος μου. Από τον αέρα του κατάλαβα πως ήταν ο κύριος Ανθιμος. Ένιωθα τα πόδια μου να κόβονται και το άγχος μου επέστρεψε ακέραιο.
«Η Ρωξάνη Ρήσου;» ήταν τα πρώτα λόγια του. Τώρα ένιωθα πολλά βλέμματα να με καρφώνουν.
«Μάλιστα.» αποκρίθηκα, καθαρίζοντας το λαιμό μου.
«Ανθιμος Καραγιάννης, ιδιοκτήτης του κέντρου.» έπιασα το τεράστιο χέρι του, που ήταν στολισμένο με ένα χρυσό δαχτυλίδι.
«Καλώς ήρθες στη Σειρένα, έμαθα πως έφτασες εχθές.» συνέχισε με σοβαρός ύφος.
«Ναι. Ευχαριστώ πολύ.» ψέλλισα.
«Λοιπόν, έχεις ξανά δουλέψει σε τέτοιο μέρος;» με ρώτησε, βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες.
Κόμπιασα για λίγο, ξεροκαταπίνοντας. «Ορίστε;» απόρησα ζαλισμένη. Ο τύπος στο μπαρ, κρυφογέλασε.
«Έχεις ξανά δουλέψει;» με ρώτησε ξανά. Πήρα μια ανάσα.
«Όχι. Αλλά μαθαίνω γρήγορα, αρρωσταίνω σπάνια και είμαι πρόθυμη να προσπαθήσω πολύ.» απάντησα γρήγορα.
«Η δουλειά είναι δύσκολη, απαιτητική.» μου τόνισε, σφίγγοντας εκείνα τα μεγάλα φρύδια.
«Σας είπα, μπορώ να προσπαθήσω.» απάντησα.
«Την έχω ανάγκη τη δουλειά.»
«Ωραία λοιπόν, έλα στο γραφείο μου να κανονίσουμε τα παρά κάτω.»
είπε και άρχισα να τον ακολουθώ.
Υπήρχαν δύο διάδρομοι στο βάθος, ο ένας μικρότερος και σκοτεινός, οδηγούσε στην πίσω πόρτα. Ο άλλος ήταν μεγάλος φωτισμένος, με κάποιες κόκκινες πόρτες. Ανοίξαμε μία από αυτές και είδα το γραφείο του. Καθαρό, τακτοποιημένο, αλλά με πολλά χαρτιά πάνω στο γραφείο, πακεταρισμένα. Καθίσαμε και ξεκινήσαμε να μιλάμε. Πιο πολύ ακουγόταν εκείνος, παρά εγώ. Ήταν αυστηρός και κατάλαβα πως είχε μία εμμονή με την τάξη, το έβλεπα από το τρόπο που μιλούσε και κουνούσε τα αποστειρωμένα χέρια του. Αυτό που με ανησυχούσε όμως, δεν είχε να κάνει με το χαρακτήρα του, αλλά με τα καθήκοντά μου εκεί. Έψαχνε για ένα “παιδί για όλες τις δουλειές”, μα ο μισθός ήταν αρκετά ικανοποιητικός για να μετριάσω τις ανησυχίες μου.
Ύστερα από περίπου μισή ώρα, με άφησε να βγω έξω. Θα έπιανα αμέσως δουλειά και το άγχος μου είχε αυξηθεί τόσο, που ένιωθα μια αναγούλα και μια παγωνιά να τυλίγει τα άκρα μου. Ειδικά τα χέρια μου, σχεδόν είχαν μουδιάσει, με το ζόρι κρατούσα τα λουριά της τσάντας μου, που δεν είχα βγάλει από την ώρα που μπήκα εκεί μέσα. Η ψηλόλιγνη κοπέλα με πλησίασε με ένα πλατύ χαμόγελο, όταν βρέθηκα έξω από τους διαδρόμους.
«Γεια. Είμαι η Ντίνα.» η τσιριχτή φωνή της ήταν γεμάτη από ενθουσιασμό.
«Ρωξάνη.» αποκρίθηκα, με ένα χαμόγελο. Κάναμε μια χειραψία.
Τα δάχτυλά της ήταν μακριά και ροζ, σαν να τα είχαν τραβήξει κάποιος.
«Δουλεύω χρόνια εδώ, οπότε μπορείς να βασιστείς επάνω μου, για ότι χρειαστείς.» τα χαριτωμένα μάτια της, μίκρυναν από ένα χαμόγελο καλοσύνης.
«Ευχαριστώ πολύ.» ψέλλισα, κουνώντας το κεφάλι μου.
«Έλα! Θα σου δείξω που μπορείς να αφήνεις τα πράγματά σου.» είπε και με τράβηξε από το χέρι, μπαίνοντας ξανά μέσα σε εκείνους τους διαδρόμους.
«Θα σου βρω και μια ποδιά. Πρέπει να φοράς πάντα. Ο Ανθιμος λέει πως ολοκληρώνει την σωστή και επιμελημένη εμφάνιση των εργαζομένων.» συνέχισε και χωθήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο, που δεν είχε πόρτα, αλλά μια πλαστική κουρτίνα με μαύρα και λευκά κυκλάκια. Περίεργο που δεν την είχα προσέξει νωρίτερα, αλλά το φως μόλις είχε ανάψει. Ο ένας τοίχος είχε μια μακριά κρεμάστρα, που ήταν γεμάτη από τσάντες και ζακέτες. Η Ντίνα μου είπε πως μπορώ να αφήνω εκεί τα πράγματά μου, αφού εκείνος ο χώρος, ήταν για τους εργαζομένους. Έκλεισα καλά τα φερμουάρ της τσάντας και την κρέμασα σε ένα ξέχωρο σημείο. Θα μου έπαιρνε μάλλον πολύ χρόνο, μέχρι να νιώσω άνετα για να μπορώ να την αφήσω κοντά στις υπόλοιπες. Η εμπιστοσύνη, είναι κάτι που έρχεται με το καιρό, έτσι κι αλλιώς. Σύντομα η Ντίνα μου έδωσε τη μαύρη ποδιά με το λογότυπο του κέντρου μπροστά, γραμμένο με κόκκινα γράμματα. Την έσφιξα στη μέση μου, τόσο που μετά βίας μπορούσα να αναπνεύσω. Είχα παγώσει ολόκληρη, με την ιδέα πως θα έπιανα αμέσως δουλειά και μάλιστα, θα έπρεπε να μην κάνω το παραμικρό λάθος. Μετά το ασφυκτικό δέσιμο της ποδιάς, η Ντίνα μου πρότεινε να βγούμε έξω για να μου γνωρίσει και τα υπόλοιπα παιδιά. Τέλεια! Γνωριμίες! Το καλύτερό μου! Όχι, ήμουν αρκετά αμήχανη και ντροπαλή για να είμαι καλή σε αυτό. Η διαδρομή από το χολ έως το μπαρ, περιστοιχιζόταν από θολά αντικείμενα και ένα βουητό που τριβέλιζε το μυαλό μου. Μάλλον έφταιγε το γεγονός πως έπρεπε πάση θυσία να γίνουν εκείνη τη στιγμή οι συστάσεις. Αυτή η πίεση, αν και προερχόταν από τον ενθουσιασμό της Ντίνας, μου προκαλούσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, που δεν κατάφερα να τον εκφράσω. ’ρχισε λοιπόν έναν έναν να μου τους συστήνει και εγώ δίπλα της απλώς χαμογελούσα. Ο τύπος στο μπαρ, λεγόταν Στέλιος. Η χειραψία του ήταν κάπως πιο θερμή, απ’ όσο περίμενα, έμοιαζε άνθρωπος έξω καρδιά και είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα στο να μιλάει ακατάπαυστα. Οι επόμενες και οι τελευταίες που γνώρισα ήταν οι δίδυμες, η Μάρα και η Έλενα. Δύο κορίτσια με ξανθά ολόισια μαλλιά και τελείως αδύνατο σώμα. Τριγυρνούσαν συνεχώς μέσα στο κέντρο, καθαρίζοντας και τακτοποιώντας. Είχαν πάνω κάτω τον ίδιο χαρακτήρα με τη Ντίνα, αλλά εκείνες ήταν λίγο πιο ευέξαπτες, με τάσεις για τσακωμό, το κατάλαβα από τον τρόπο που κοιτούσαν το Στέλιο. Η μία μάλιστα, τον απείλησε με το κοντάρι της σκούπας. Και δεν έκανε πλάκα! Ο Στέλιος είχε την προδιάθεση να πειράζει τα κορίτσια γενικά, ακόμη και εμένα, που δεν με ήξερε καθόλου. Μα ήταν χαρούμενο παιδί και σε εξαίρεση με τις δίδυμες, εγώ δεν μπορούσα να τον αποπάρω ή να του κρατήσω κακία. Η πρώτη μέρα στη δουλειά μπορεί να ξεκίνησε με πολύ άγχος και αγωνία – με το τρόπο που θα σερβίρω, το ενδεχόμενο να μην κάνω κάποια ζημιά κτλ - , αλλά στη συνέχεια, όλα άλλαξαν… Η στιγμή που μπήκαν μέσα οι τέσσερις μουσικοί του κέντρου – τέσσερις κύριοι με Κ κεφαλαίο -, και ανέβηκαν στη σκηνή, αρχίζοντας να παίζουν, η καρδιά μου έπαψε να χτυπά. Η μελωδία που έβγαινε από τα δάχτυλά τους, ήταν τόσο όμορφη, που σχεδόν με έκανε να ξεχάσω το τόπο και το χρόνο γύρω μου, αλλά και όλα μου τα προβλήματα. Ήταν σαν να είχα μεταφερθεί σε ένα μέρος, που όλα ήταν φτιαγμένα με μουσική και το μόνο που ήμουν ικανή να κάνω, ήταν να κάθομαι και να ακούω. Με τη πρώτη παύση, “ξύπνησα” και κοίταξα γύρω μου. Ο κόσμος αλλά και τα παιδιά, ήταν και εκείνοι μαγεμένοι. Όχι, δεν ήμουν μόνο εγώ η τρελή, που ξεχνιόμουν στο κόσμο μου. Όλοι στέκονταν με μάτια θαμπωμένα, από μια λάμψη που δεν είχα ξανά δει και τα πρόσωπά τους, είχαν ένα αχνό, αλλά τόσο αληθινό χαμόγελο. Κάτι τέτοιο, ήταν σίγουρα μοναδικό και ένα από τα πράγματα, που με έκαναν να αγαπήσω εκείνο το κέντρο, από τη πρώτη κιόλας νύχτα. Έστρεψα τα μάτια μου ξανά στους μουσικούς, που τότε άρχιζαν να παίζουν ένα δεύτερο κομμάτι, το ίδιο υπέροχο με το πρώτο. Η ψυχή μου είχε ανοίξει από την μαγευτική μελωδία τους και ένιωσα τόσο θαυμασμό και σεβασμό για εκείνους τους ανθρώπους, που ήθελα τόσο πολύ να τους γνωρίσω! Και ήμουν πρόθυμη φυσικά - αν μου δινόταν η ευκαιρία - να τους σερβίρω και να τους εξυπηρετήσω με μεγάλη χαρά. Εκείνη η προσδοκία, καταστράφηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, όταν τελικά, προς το τέλος της βραδιάς, προθυμοποιήθηκα να πλησιάσω το τραπέζι τους για να πάρω τη παραγγελία. Με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και με τη μελωδία τους ακόμη να ηχεί στο μυαλό μου, στάθηκα μπροστά τους. «Καλησπέρα σας.» είπα και άφησα με προσοχή το νερό στο τραπέζι. Κανείς δεν σήκωνε το βλέμμα του για λίγη ώρα. Ώσπου ο κύριος που έπαιζε πιάνο, με κοίταξε με τις άκρες των ματιών.
«Χαίρεται.» μουρμούρισε με ένα ελαφρύ σήκωμα του φρυδιού. Τα πρόσωπά  όλων ήταν κάπως φρέσκα, ακόμη και αν είχαν ρυτίδες ή είχαν περάσει την ηλικία των πενήντα, κάτι που έδινε την εντύπωση της αριστοκρατίας επάνω τους.
«Είσαι η καινούρια σερβιτόρα, σωστά;» με ρώτησε.
Σερβιτόρα...δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς με αυτό τον όρο, αλλά στην ουσία, αυτό ακριβώς ήμουν.
«Μάλιστα, κύριε. Και τώρα ήρθα στο νησί, οπότε, ήταν η πρώτη φορά σας άκουσα να παίζετε και πραγματικά, ο ήχος σας είναι μοναδικός.» ξεστόμισα, μην μπορώντας να συγκρατήσω τον θαυμασμό μου.
«Συνήθως οι συνθέσεις που υποστηρίζουμε, χρειάζονται γνώσεις και μουσικό αυτί για να της εκτιμήσει κάποιος όσο της αξίζει. Παρόλα αυτά, σας ευχαριστούμε, δεσποινίς.» είπε.
Έμεινα για λίγο σαστισμένη, με εκείνο το χαμόγελο, ακόμη παγωμένο στα χείλη μου. Μόλις με είχε προσβάλλει. Ναι, το είχε κάνει. Και εγώ νόμιζα πως οι μουσικοί, είναι άνθρωποι με ευαισθησίες και ευγένεια. Θεέ μου! Πώς ήταν δυνατόν να έγραφαν εκείνοι, τέτοια μουσική; Το μυαλό μου, μπλοκαρίστηκε.
«Θα έπρεπε να βρίσκεστε ήδη με την παραγγελία μας στο δίσκο σας, δεσποινίς.» άκουσα τη φωνή του σκληρή και απάνθρωπη. Οι άλλοι τρεις δεν μιλούσαν, διάβαζαν κάποια χαρτιά.
«Συγνώμη.» κόμπιασα, γουρλώνοντας τα μάτια μου, νιώθοντας ίλιγγο.
«Τι θα πάρετε;» ρώτησα αμέσως.
«Αν πραγματικά θέλετε να κρατήσετε τη δουλειά που μόλις σας δόθηκε, θα πρέπει να γνωρίζετε πως η παραγγελία μας, είναι πάντα ίδια κάθε βράδυ.» απάντησε ενώνοντας τις παλάμες του.
«Κόκκινο κρασί.» συνέχισε. Κούνησα το κεφάλι μου, δίχως να πω λέξη. Απογοητευμένη μέχρι τα κόκαλά μου, πήγα στο μπαρ και έδωσα τη παραγγελία στον Στέλιο, που με κοιτούσε με μια γκριμάτσα τρόμου και ενοχής.
«Συγνώμη που δεν σε ενημέρωσα νωρίτερα για αυτούς τους ψηλομύτες. Λάθος μου.» απολογήθηκε, γεμίζοντας τα ποτήρια και η μυρωδιά του κρασιού, γέμισε τη μικρή εκείνη γωνιά που στεκόμασταν.
«Δεν...δεν πειράζει.» μουρμούρισα αναστενάζοντας.
«Πίστευες πως θα είναι, ευαίσθητοι, ονειροπόλοι, τζέντλεμαν με φετίχ στα κόκκινα και λευκά ροδοπέταλα!» ψέλλισε θεατρικά και το ύφος του άλλαξε αμέσως.
«Είναι απλά ξινοί γεροξεκούτηδες, εδικά ο Κούριος, εκεί, ο τύπος που παίζει πιάνο. Είναι τόσο αχώνευτος… με κάποιο ταλέντο στις νότες φυσικά, μα...» συνέχισε και πήρα τον έτοιμο δίσκο.
«Μην τους θαυμάζεις, Ρωξάνη. Αλήθεια. Δεν αξίζει.» άκουσα τη Ντίνα δίπλα μου.
«Ακουσα τη μουσική τους και...» πήγα να εξηγήσω, μα δεν προχώρησα παρά κάτω.
Δεν είχε σημασία. Τους πήγα το κρασί με όση προσοχή μπορούσα και αποχώρισα, δίχως να τους ρίξω καμιά ματιά. Ήταν σαν να είχαν προδώσει την μαγεία που δημιούργησαν μέσα στη καρδιά μου. Τόσο ωραία μουσική! Ήταν κρίμα να ανήκει σε αυτούς!

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ - RIA JAROUXI (Μη Ολοκληρωμένη)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora