Ο Θίο περπάτησε γρήγορα και βγήκε έξω απ' το κτίριο. Τα μάτια του έτσουζαν και ήταν κόκκινα. Η βραδινή παγωνιά χτυπούσε στο πρόσωπο του έτσι αγκάλιασε τα χέρια του για να ζεσταθεί. Καθώς περπατούσε νόμιζε πως άκουσε θόρυβο, φωνές και μάλιστα νεανικές, ωστόσο το αγνόησε και συνέχισε να περπατάει. Η φωνή ήχησε ξανά στα αυτιά του, αυτή τη φορά ξεκάθαρα. Ήταν κλάμα παιδιού, ζητούσε βοήθεια. Έτσι ο νεαρός εμπιστεύθηκε την ακοή του και ακολούθησε τον ήχο. Προερχόταν λίγα μέτρα έξω απ' το προαύλιο. Μόλις πέρασε την καγκελόπορτα είδε μια λευκοφορεμένη, άσχημη και οαραμορφωμενη στο προσωπο, γυναίκα να περπατάει προς ένα μικρό αγόρι, γύρω στα δέκα. Ο μικρός έκανε βήματα προς τα πίσω αποφεύγοντας τη γυναίκα."Έι, σταμάτα!", της φώναξε ο Θίο. Η γυναίκα ωστόσο δεν πτοήθηκε. Με μία κίνηση έπιασε το αγόρι από το μπράτσο και βάλθηκε να μελετάει το πρόσωπο του. Ο Θίο άρχισε να περπατάει προς το μέρος της με γρήγορο ρυθμό.
"Εσύ δεν είσαι ο γιος μου!", φώναξε θυμωμένη η γυναίκα στο μικρό αγόρι και ύψωσε ένα μαχαίρι. Ο Θίο στο μεταξύ είχε φτάσει αρκετά κοντά της, έτσι χωρίς ιδιαίτερο κόπο την αφόπλισε πετώντας κάτω το όπλο της. Έπιασε το χέρι του παιδιού και το έφερε μαλακά πίσω του προστατεύοντας το.
"Φύγε, και άφησε τον ήσυχο.", της είπε μέσα απ' τα δόντια του ο Θίο. Εκείνη θυμωμένη έβαλε το χέρι της στο λαιμό του Θίο και τον σήκωσε ψηλά πνίγοντας τον.
"Άκουσες τι είπε. Πάρε δρόμο. ",ακούστηκε μια φωνή πίσω απ' τον Θίο. Ήταν ο Λίαμ ο οποίος είχε άκουσε τις φωνές και είχε σπεύσει να δει τι συνέβη. Η γυναίκα, κρατώντας το θυμωμένο ύφος της, υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς το δάσος.
"Είσαι καλα; Τι ήταν αυτό;", ρώτησε τον Θίο ο ξανθός νεαρός που τον είχε βοηθήσει.
"Θα σου πω ψέματα αν σου πω πως ξέρω. Κοίτα όμως, ο μικρός προστατευόμενος του Σκοτ αποφάσισε να μη μας αφήσει να πεθάνουμε.", απάντησε εκείνος με το κλασσικό ειρωνικό ύφος του Θίο.
"Έλα τώρα. Ο Σκοτ θα με αποκλήρωνε άμα είχα την ευκαιρία να σώσω κάποιον και εμένα άπραγος. Ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος είσαι εσύ.", τον κοίταξε ο Λίαμ με εξίσου καυστικό ύφος.
"Πρέπει να το πείτε στα παιδιά.", είπε η Χέιντεν που τόση ώρα παρατηρούσε άναυδη. "Εγώ θα πάω τον μικρό σπίτι του.", προσφέρθηκε στη συνέχεια η κοπέλα.
"Χέιντεν, μπορώ να το κάνω εγώ, δεν χρειάζεται να...",κάποιος διέκοψε τον Λίαμ.
"Δεν πειράζει Λίαμ, έτσι κι αλλιώς πρέπει να φύγω.",είπε η όμορφη κοπέλα και αφού τον αγκάλιασε κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο της με το παιδάκι.
YOU ARE READING
Teen Wolf : After they thought it was over
General FictionΠερίεργο πράμα όμως, σκέφτεται η Λίντια, καθώς την πλησιάζει ο κοπετός της γίνεται όλο και πιο βουβός, καθόλου ηχηρός. Φτάνει τελικά δίπλα στη γυναίκα η οποία φαίνεται να μη της δίνει σημασία και το κλάμα της δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου. Η νεαρή με...