Κεφάλαιο 1

68 7 18
                                    

«Ω, μα έλα Όντρεï, πιάσε το χέρι μου. Δεν υπάρχει τίποτα να φοβάσαι» την παρότρυνε και της χαμογέλασε, με αυτό το υπέροχο καθαρό χαμόγελο που κάθε φορά που το κοιτούσε σπάραζε η καρδιά της από την αγάπη της γι' αυτόν. Πίσω του ο ανοικτός ουρανός ήταν καθάριος και καταγάλανος. Είχε αρχίσει να καλοκαιριάζει πια και όλη η πλάση άστραφτε υπό το φως του ήλιου. Τα πουλιά κελαηδούσαν ευτυχισμένα και οι πολύχρωμες πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι.

«Έλα λοιπόν, τι φοβάσαι; Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Ακολούθησε με, και πάτα στις πέτρες που πατάω». Η κοπέλα συνέχιζε να διστάζει.

«Δεν μπορώ να σε καταλάβω» έλεγε πάλι το αγόρι. «Το νερό ούτε στο γόνατο δε θα φτάνει. Τι φοβάσαι; Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να πάθεις το παραμικρό. Και να ξέρεις...» της είπε αινιγματικά «Απέναντι σε περιμένει μια έκπληξη» της χάρισε ένα αφοπλιστικό χαμόγελο.

Τα μάτια της κοπέλας φωτίστηκαν. «Έκπληξη; Για μένα;»

«Φυσικά για εσένα. Πρέπει όμως να το πάρεις επιτέλους απόφαση και να έρθεις» και για άλλη μια φορά άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.

Η κοπέλα σκεπτόμενη την έκπληξη που την περίμενε το πήρε πια απόφαση και έπιασε το χέρι του. Με το άλλο της χέρι σήκωσε το μακρύ της φόρεμα, ώστε να βλέπει που πατάει, και ακολούθησε τα βήματά του με μεγάλη προσοχή.

Το ρίγος του φόβου την διαπέρασε προκαλώντας της ανατριχίλα σε όλο της το σώμα. Ένιωσε την καρδιά της να κτυπά δυνατά, όμως δεν τα παράτησε. Πιάστηκε ακόμα πιο γερά από το χέρι του και συνέχισε την πορεία της. Πατούσε στην κάθε πέτρα με προσοχή και από δίπλα ο νέος της έλεγε λόγια ενθαρρυντικά, που της έδιναν κουράγιο. Όταν πια έφτασαν στην απέναντι ακτή την αγκάλιασε.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί φοβάσαι τόσο το νερό. Θυμάμαι από μικρά όταν ήμασταν το φοβόσουν το νερό. Μήπως σου συνέβη κάτι όταν ήσουν μικρή;»

«Δεν ξέρω Τίμοθυ. Πραγματικά δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι να μου έχει συμβεί κάτι μικρή όταν ήμουν. Ίσως όμως και να μην θυμάμαι. Θα ρωτήσω τη μητέρα μου. Πάμε όμως τώρα; Ανυπομονώ για την έκπληξη».

«Ναι, πάμε».

Ακολούθησαν ένα μονοπάτι δημιουργημένο από τη φύση, μέχρι που έφτασαν σε ένα μικρό ξέφωτο.

«Που είναι η έκπληξη; δεν βλέπω τίποτα» είπε η Όντρει ανυπόμονα.

Ο Τίμοθυ γέλασε απαλά.

Κι όμως δεν ήταν μόνο ένα όνειροWhere stories live. Discover now