Σήμερα Σάββατο . Η μέρα που πηγαίνω να κάνω τα ψώνια της επόμενης εβδομάδας . Και ας έχω πενηνταρήσει αυτή είναι η αγαπημένη μου συνήθεια στη φυλακή που με τη θέληση μου κατέληξα. Με το που πατάω στο δροσερό αέρα της τοπικής υπεραγοράς, αμέσως αλλάζω . Φεύγει από πάνω μου κάθε ίχνος θλίψης , καθώς περιτριγυρίζομαι από ποικίλα άτομα .Μα είμαι πολύ ανάξιος να τους μιλήσω . Λάδι , τυριά , λαχανικά και κονσέρβες . Τα μόνα που μένουν είναι τα μήλα και μετά πάλι στο δρόμο για το πλέον σπίτι μου. Και ξαφνικά , την ώρα που επέλεγα τα πιο φθηνά μήλα , ένα ζεστό χέρι ένιωσα να μου ακουμπάει την πλάτη αναφονόντας γαλήνια το όνομα μου. Από το άκουσμα της φωνής κατάλαβα οτι ήταν αυτή . Ήταν η Αριάδνη. Ήξερε το όνομα μου, ήξερε το γαμημένο ονομαε μου. Χαρούμενος και έκπληκτος συνάμα που την είδα χαμηλόφωνα την χεραίτησα. Ήταν ολόιδια με όπως παλιά . Τουλάχιστον στα μάτια μου. Μα.... πρίν προλάβουμε να ανταλλάξουμε οποιαδήποτε κουβέντα ένας γεροδεμένος άντρας , ήρθε και κοντοστάθηκε δίπλα της. Ήταν ο άντρας της. Άντρας που της άξιζε .Εκείνη τη στιγμή γνωριστηήκαμε. Ήταν μια στιγμή που άρχισα πραγματικά να μισώ τον σφυγμό μου. Γιατί , μου θύμιζε πως ήμουν ακόμα ζωντανός . Η Αριάδνη ανάφερε στο αγόρι της "Είναι το αγόρι που με ήθελε στο λύκειο " μεγάλη παύση . Τα μάτια της πλέον κοιτούσαν εμένα . "Και που τον ήθελα και γω". Αμήχανα γέλασα , προσπαθώντας να κρατήσω τα δάκρυα μου. Μετά απο αυτό πάγος. Όλα πάγωσαν . Αποφάσισα να σπάσω τον πάγο λέγοντας τους πως βιάζομαι και είμαι έτοιμος να φύγω . Τους αποχεραιτήσα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής σκέφτοντας σε ολο αυτο το 20λεπτο το πόσο ηλίθιος είμαι . Πλέον οι δυνάμεις μου δεν με κρατάνε . Είμαι έτοιμος να κατάρρευσω. Με το που έφτασα στο γηροκομείο άφησα τα πράματα και ξάπλωσα κατευθείαν , μα ύπνος δεν με έπερνε. Τα τσαλακωμένα μου χέρια έπερναν κάθε λίγα δευτερόλεπτα από ένα διαφορετικό χαρτομάντηλο για να σκουπίσουν τα δάκρυα μου. Πρώτου καν το καταλάβω αποκοιμήθηκα . Ξύπνησα 20 χρόνια μεγαλύτερος . Οι δυνάμεις μου σιγά σιγά εξασθενούσαν, έφτασε πλέον ο καιρός μου. Με το που σηκώθηκα άδραξ να πάρω αγκαλιά από το σάπιο και σκονισμένο βιβλιοθηκάκι του χώρου ,το αγαπημένο μου βιβλίο . Που θα μου κρατούσε συντροφιά μέχρι τελικά να καταλήξω . Κάθησα ησύχως στη γωνία μου χωρίς να ενοχλώ κανένα και διάβαζα . Μια τέτοια μέρα ήταν κι αυτή , που συνέβη το αναπόφευκτο . Ήταν μια κλασσική μέρα . Στο χώρο επικρατούσε νεκρική σιγή . Η ησυχία έσπαγε μόνο από τις παρέες γέρων όταν αντάλλασαν τα φύλλα στη τράπουλα .Εγώ όμως ακόμα και μετά από τοσο καιρό δεν μπόρεσα να ενταχθώ σε καμία κλίκα . Δεν ήθελα να ενταχθώ . Το βιβλίο μου και η μοναξιά ήταν η καλύτερη μου παρέα που είχα ποτέ . Εκείνη την μέρα λοιπόν , μέσα στο κρύο αέρα που έκανε τα ξύλινα παράθυρα να χλιμηντρίζουν ξεπρόβαλε από το πουθενά .......... ο εαυτός μου.Σαν να έβλεπα τον εαυτό μου σε καθρευτηε νεότητας . Προσπαθούσα να φώναξω γιαγιάδες και παππούδες να δούνε οτι βλέπω, μα λέξεις δεν μπορούσα να αρθρώσω. Καταιγισμός από βλέμματα εχθρικά και απορρημένα πρός τη πλευρά μου φώναζαν πως με περνούσαν για τρελό, μα να μαι! Είμαι εγώ , είμαι εγώ . Ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο μου όσο χάνω τις αισθήσεις μου. Πρίν φύγω ήθελα να του δείξω,ήθελα να του πω. Μα, δεν το κατάφερα! καθώς γονατιζα με σκοπό να να πλησιάσω το φάντασμα μου......μαύρο . Ένα κενό έγινε ο κόσμος μου. Έπεσε ένα μαύρο πέπλο στο χώρο τριγύρω μου διακόπτοντας κάθε προσπάθεια μου για όραση ! Και ξάφνου , μέσα στα άδυτα του σκότους.....
Φώς! Ένα δυνατό άσπρο φώς με τυφλώνει! Τα μάτια μου ερεθίζονται, δεν μπορώ να δω τίποτα, δακρύζω, πονάω!
....ΤΕΛΟΣ.....
