ΙΙ

53 3 0
                                    

  Το ρολόι χτύπησε οχτώ και σηκώθηκε ξαφνικά, ρίχνοντας το ράψιμο στην καρέκλα της. Πήγε στην πόρτα της σκάλας, την άνοιξε, αφουγκράστηκε. Έπειτα βγήκε έξω, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της.

  Κάτι είχε μπλέξει σε καυγά στην αυλή, και ξεκίνησε, παρόλο που ήξερε πως ήταν μόνο αρουραίοι με τους οποίους το μέρος ήταν κατακλυσμένο. Η νύχτα ήταν πολύ ερεβώδης. Στην μεγάλη αλάνα των σιδηροδρομικών γραμμών, καλυμμένη στον όγκο από φορτηγά, δεν υπήρχε ίχνος φωτός, μόνο πίσω μακριά μπορούσε να δει μερικές κίτρινες λάμπες στην κορυφή του λατομείου, και το κόκκινο επίχρισμα της καιόμενης όχθης του ορυχείου μέσα στη νύχτα. Προχώρησε βιαστικά μέχρι την άκρη του φορτηγού, μετά, διασχίζοντας τις σιδηροδρομικές γραμμές που σύγκλιναν, βρέθηκε στην αναβαθμίδα των λευκών πυλών, από όπου ξεπρόβαλε στον δρόμο. Τότε ο φόβος που την οδηγούσε, συρρικνώθηκε. Κόσμος περπατούσε προς το Νέο Μπρίνσλεϊ: είδε τα φώτα στα σπίτια τους: είκοσι γιάρδες πιο πέρα ήταν τα φαρδιά παράθυρα του ‘Πρινς ο’ Γουέιλς’, πολύ θερμά και φωτεινά, και οι δυνατές φωνές των ανδρών μπορούσαν να ακουστούν ξεκάθαρα. Τι κορόιδο που ήταν που φαντάστηκε πως κάτι του είχε συμβεί! Κλονίστηκε. Ποτέ δεν τον είχε κουβαλήσει ωστόσο, και ποτέ δεν θα το έκανε. Οπότε συνέχισε τη βόλτα της προς τη μακριά σειρά από σπίτια που είχαν ξεμείνει πίσω, που στέκονταν κενά πάνω στη λεωφόρο. Μπήκε σε ένα πέρασμα, ανάμεσα στις κατοικίες.

  «Κύριε Ρίγκλεϊ;― Ναι! Τον θέλατε; Όχι, δεν είναι μέσα αυτή τη στιγμή.»

  Η κοκαλιάρα γυναίκα έγειρε μπροστά από το σκοτεινό χώρο όπου έπλενε τα πιάτα και κρυφοκοίταξε την άλλη, πάνω στην οποία έπεφτε ένα αχνό φως μέσα από τα στόρια του παραθύρου της κουζίνας.

  «Είστε η κυρία Μπέιτς;» ρώτησε σε έναν τόνο χρωματισμένο με σεβασμό.

  «Ναι. Αναρωτιόμουν αν ο Κύριός σας ήταν σπίτι. Ο δικός μου δεν έχει γυρίσει ακόμη.»

  «Δεν έχει! Ω, ο Τζακ γύρισε και έφαγε δείπνο και βγήκε έξω. Βγήκε απλά για κανά μισάωρο πριν τον ύπνο του. Πήγατε στο ‘Πρινς ο’ Γουέιλς;»

  «Όχι―»

  «Όχι, δε θέλατε―! Δεν είναι και πολύ ευγενικό.» Η άλλη γυναίκα ήταν υποχωρητική. Επικράτησε μια αμήχανη παύση. «Ο Τζακ ποτέ δεν είπε τίποτα για― για τον Κύριό σας.» είπε.

  «Όχι!― Περιμένω πως έχει κολλήσει εκεί πέρα!»

  Η Ελίζαμπεθ Μπέιτς το είπε αυτό πικραμένα, και με απερισκεψία. Ήξερε ότι η γυναίκα κατά μήκος της αυλής στεκόταν στην πόρτα της και άκουγε, αλλά δεν την ενδιέφερε. Καθώς έκανε μεταβολή:

Η Δυσωδία των Χρυσανθέμων (D. H. Lawrence)Where stories live. Discover now