Όταν έφυγε η αστυνομία από το σπίτι, ήταν ώρα να φύγω. Καταλάβαινα από το ύφος της, από την στάση του κορμού της πως δεν ήταν η μητέρα της που έπρεπε να προφτάσει να περιποιηθεί, όπως είπε στον αστυνομικό.Κρύφτηκα στην γωνία. Εκεί που μας έστελνε η μητέρα σου όταν δεχόταν άντρες. Στο σπίτι και το κρεβάτι της. Είχες δει τι και πως γινόταν. Ήξερες πως η μητέρα σου δεν ήταν σαν τις άλλες. Δεν ήταν ούτε δασκάλα, ούτε γιατρός. Αυτό όμως ποτέ δεν την μείωνε στα μάτια σου, περισσότερο ξεχωριστή και διαφορετική την έκανε. Καμάρωνες για εκείνη, που μπορούσε να στέκεται στα πόδια της χωρίς να ακολουθεί την μάζα. Χωρίς να περιμένει την έγκριση των γύρω της. Και εγώ την θαύμαζα για αυτό.
Μετά από ένα τέταρτο ένας ολόμαυρα ντυμένος άντρας χτυπά την πόρτα του σπιτιού της και εκείνη ανοίγει ελαφρώς την πόρτα στον αντρα για περάσει.
-Πρώτα το ρευστό. ακούω τον αντρα.
-Έχω άλλους τρόπους να ξεπληρώνω εγώ. Πέρασε.
-Δεν δουλεύω έτσι εγώ μωρό. λέει ο άντρας και σκύβει για να πιάσει εναν άσπρο φάκελο.
-Καλώς. Λέει και βάζει τον φάκελο στην τσέπη του μαύρου του σακακιού.
-Δεν θα μείνεις να μου κανεις παρέα;
-Έχω δουλειά. Εξάλλου βάζω στοίχημα πως υπάρχουν πολλοί που θα ήθελαν να σου κάνουν παρέα. της κλείνει το μάτι και φεύγει.
Πηγαινω σπίτι και ανοίγω τα e-mail μου περιμένοντας κάποιο μήνυμα από τον Δρ Δελή, τον καθηγητή της ψυχολογίας μου, ο οποίος τον τελευταίο καιρό έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα και τις ικανοτητες μου και αποφάσισε να με κάνει βοηθό του. Αντί αυτού ωστόσο, βρίσκω ένα μήνυμα από την Υβόννη.
Ευχαριστώ για όλα εχθές. Το εκτιμώ πολύ και ελπίζω να μην σε έβαλα σε μπελάδες. Για οτιδήποτε χρειαστεις στείλε μου σε αυτήν την διεύθυνση γιατί έχασα το κινητό μου. Επικοινώνησε μαζί μου το συντομότερο.
Υβόννη Αβραμίδη, πόσο μ'αρεσουν οι μπελάδες σου.
Αυτό λοιπόν είναι ένα μήνυμα στην διεύθυνση του email σου. Το τελευταίο, το τελευταίο που θα λάβεις από εμένα.