Το πρωτο χτύπημα

109 12 0
                                    

Η Ίζαμπελ τον άκουσε να ουρλιάζει και να βαρυγκομά, παρακαλώντας απελπισμένα για βοήθεια. Μέχρι να φτάσει δίπλα του, το σώμα του κείτονταν νεκρό στο σκληρό χώμα, πλημμυρισμένο με αίμα που στο μισοσκόταδο θύμιζε ρυάκι γαλήνιου ποταμού. Τίποτε το γαλήνιο όμως δεν απεπνεε το φρικαλέο θεαμα μπροστα της.Καθώς έβλεπε τα μάτια του αδελφού της να σβήνουν και να χάνουν σιγά σιγά το φως τους, ένιωθε την καρδιά της να θέλει να βγει από το στήθος της. Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και άρχισαν να υγραίνουν την αιματοβαμμένη μπλούζα του Άλαν.
"Άλαν!! Άλαν σε παρακαλώ ανοιξε τα μάτια σου" ούρλιαξε με τρεμάμενη φωνή καταπνιγμένη απο λυγμούς. " Σε ικετεύω μείνε μαζί μου. Κάνε υπομονή. Όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά!" Επανέλαβε με σκοπό να κρατήσει η ίδια την ψυχραιμία της. Η μοναδική απάντηση του αδελφού της ήταν ένα τελευταίο βογκητό πόνου πριν ξεψυχήσει στα χέρια της. Προσπάθησε να σταματησει μάταια την αιμορραγία πιέζοντας με της παλάμες της το στήθος του με όση δύναμη της είχε απομείνει. Σάστισε στο θέαμα του κόκκινου χρώματος που είχε σημαδέψει τα χέρια της. Αναρίγησε στη σκέψη και τον πήρε στα πόδια της χαϊδεύοντας του τα μαλλιά, αγνοώντας τα στίγματα αίματος που άφηνε με κάθε της κίνηση . Ακουμπώντας το κεφάλι της στον δεξιό του ώμο, νιώθοντας ακόμα την ζέστασια  του κορμιού  του, τον έσφιξε πάνω της, προσπαθώντας να απορροφήσει τις τελευταίες στιγμές μαζί του." Σε παρακαλώ γλυκέ μου, άνοιξε τα μάτια σου. Κάντο για μένα σε παρακαλώ..Μην με αφήσεις! Μην με αφήσεις μονη μου!"
Οι λυγμοί της δυναμώναν όσο περνούσε η ώρα και συνέχισε να σφίγγει τον αδελφό της. Δεν υπήρχε πλέον σφυγμός και το ήξερε. Παρόλα αυτά ήθελε να μείνει. Να μείνει μέχρι και το τελευταίο λεπτό μαζί του. Αν βρίσκονταν στην θέση του θα ήθελε κι εκείνος να κάνει το ίδιο. Θα ήθελε να τον αισθάνεται δίπλα της μέχρι η ψυχή της να αφήσει το σώμα της. Όσο κι αν πονούσε στην σκέψη ότι τον έχανε κάθισε μαζί του και άρχισε να του μιλάει. Σαν να ήταν μια καθημερινή συζήτηση και όχι η τελευταία που θα είχαν ποτέ. Δεν ήθελε να σκέφτεται έτσι, η μάλλον δεν άντεχε να το σκεφτεί. Του είπε για τον καιρό, για τις διακοπές που θα πήγαιναν, μα σταμάτησε. Προσπάθησε να καταπνίξει τα αναφιλητά της και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Ένα τελευταίο φιλί πικρό μα γεμάτο αγάπη. " Θα είσαι εντάξει τώρα" ψιθύρισε σκουπίζοντας τα δάκρυα από ορθάνοιχτα, άψυχα μάτια του με τα ακροδάχτυλα της και έπειτα τα έκλεισε. Τώρα έμοιαζε γαλήνιος, σαν να τον είχε πάρει ο ύπνος.  Έκατσε για ώρες ξαπλωμένη δίπλα του, σχεδόν πνιγμένη στα δάκρυα της, με μοναδικό σύντροφο  τον πόνο,  της ξερίζωνε τα σπλάχνα αδιάκοπα χωρίς  κανένα έλεός η συμπόνια. Μολονότι  η θλίψη καταπλάκωνε το στήθος της ,το αίσθημα θυμού έκανε τα χέρια της να τρέμουν και το στόμα της να αφρίζει από οργή . Ήξερε πως έπρεπε να πάρει εκδίκηση για εκείνον. Για τον μικρό της αδελφό που ορκίστηκε να προστατεύει και τώρα απέτυχε.
______________________________________
Το φεγγαρόφως φώτιζε κάθε απόμερο και σκοτεινό μέρος του δάσους Γουάτνεϊ της Βιρτζίνια . Η Ίζαμπελ περιφέρονταν σαν μανιασμένη και όσο περνούσε η ώρα απελπίζονταν. Επικρατούσε πλέον απόλυτη ησυχία. Το μόνο που άκουγε τώρα ήταν το θρόισμα των ξερών και γέρικων φύλλων και το κροτάλισμα από τα λεπτά κλαδιά των δέντρων, που ήταν πια έτοιμα να ξεγυμνωθούν περιμένοντας τον κρύο χειμώνα. Μετά από ώρες περιπλάνησης  ένιωθε έντονο πόνο στα πόδια της από εξάντληση. Ίσως τελικά να είχαν πετύχει τον στόχο τους να βρουν αυτό που κυνηγούσαν εδώ και καιρό. Κανείς θα πίστευε πως η ζωή του Άλαν τελείωσε από επίθεση ζώου, όμως εκείνη γνώριζε πράγματα που άνθρωποι δεν θα έβλεπαν ούτε στις πιο τρελές φαντασιώσεις τους. Οι σκέψεις αυτές περιπλέκονταν στο μυαλό της καθώς εκείνη ξεθεωμένη ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Τα γόνατά της γέμισαν γρατσουνιές από τους πυκνούς θάμνους ενώ μέσα από τα φθαρμένα παπούτσια της μπορούσε να αισθανθεί την λασπώδη επιφάνεια του εδάφους που έγδερνε τα δάχτυλα της και τώρα αιμορραγούσαν. Τα μάτια της είχαν στερέψει από δάκρυα όμως η χλωμή επιδερμίδα και τα άψυχα μάτια της πρόδιδαν τι είχε συμβεί νωρίτερα. Έφτασε επιτέλους στη μισοερειπωμένη καλύβα που είχε νοικιάσει μαζί με τον Άλαν πριν από ένα μήνα περίπου. Η ξύλινη πόρτα ήταν διακοσμημένη με αρχαία σύμβολα που αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο την παλαιότητα του σπιτιού και έτριξε καθώς την έκλεισε πίσω της με δύναμη. Ο χώρος ήταν μικρός αν και αρκετός για να φιλοξενήσει δύο άτομα. Τα μόνα έπιπλα μέσα στην καλύβα ήταν ένα σκονισμένο στρώμα που τα σεντόνια του έδειχναν μπεζ από τους λεκέδες και στάχτες από αποτσίγαρα. Ένα πλαστικό τραπέζι κοντά στο παράθυρο με μια μηχανή για καφέ και τρεις λεκιασμένες κούπες. Παλιά βιβλία ήταν αραδιασμένα στο πάτωμα που είχε φουσκώσει από τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου. Σε λίγο σε όλο το χώρο απλώνονταν η γλυκιά μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ που κρατούσε τώρα στα χέρια της η Ίζαμπελ και τοποθέτησε αδέξια στο τραπεζάκι. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Η υγρασία που ήταν διάχυτη στο δωμάτιο σε συνδυασμό με τα σεντόνια που είχαν μουσκευτεί από τον ιδρώτα της Ίζαμπελ εμπόδιζαν τον ύπνο της. Στριφογυρνούσε στο στρώμα ανήσυχη και τώρα τα δάκρυα της κυλούσαν με ορμή φτάνοντας στον λαιμό και έπειτα στο στήθος της που κάλυπτε ελάχιστα ένα λευκό φανελάκι. Η σκέψη πως ίσως ερχόταν και για εκείνη την ανακούφιζε καθώς δεν θα ήταν αναγκασμένη να ζήσει χωρίς το μοναδικό άτομο που της είχε απομείνει στη ζωή. Ο Άλαν ήταν η μοναδική οικογένεια που είχε γνωρίσει καθώς οι γονείς τους πέθαναν όταν ήταν και οι δύο ακόμη παιδιά από επίθεση κάποιου..."ζώου".Και ετσι μέσα στην λίμνη των δακρύων της αποκοιμήθηκε...

The Curse Of WendigoWhere stories live. Discover now