Βιβλιο 1ο

20 2 4
                                    

Οι εκτυφλωτικές ακτίνες του φωτεινού ήλιου που έλουζαν το πρόσωπο μου προσγειώθηκαν πάνω στα μάτια μου . Έβαλα το χέρι μου προκειμένου να τις κρατήσω μακριά και έσφιξα τα μάτια μου όσο πιο δυνατά μπορούσα - μάταια όμως- . Σηκώθηκα με όσο πιο αργές κινήσεις μπορούσα επειδή ήμουν ακόμα αγουροξυπνημένος και κοίταξα το ρολόι στο αριστερό μου    χέρι , ήταν έξι πάρα είκοσι τέντωσα τα χεριά μου να  ξεπιάστω και είδα διπλά μου την Έλσα τυλιγμένη με τα χεριά της σαν ένα κουβάρι κλωστής . Ήταν  η πρώτη  μέρα του καινούργιου έτους και στεκόμουν πάνω σε μια ταράτσα ενός νυχτερινού μαγαζιού διπλά σε μια άγνωστη έχοντας έναν απίστευτο πονοκέφαλο σαν εχθές βράδυ να είχα καταναλώσει όλα τα ποτά που υπάρχουν σε αυτό το κόσμο . Το τσουχτερό κρύο και ο βόρειος άνεμος με διέκοψαν βίαια από τις σκέψεις μου , φόρεσα γρήγορα το δερμάτινο πανωφόρι μου και το βλέμμα μου έπεσε πάλι στην Έλσα , φορούσε ένα σκουρόχρωμο μπλε κοντό  φόρεμα που άφηνε τελείως ακάλυπτο το ντεκολτέ της  έβγαλα το δερμάτινο πανωφόρι μου και την σκέπασα με προσοχή χωρίς να την ξυπνήσω . Κατέβηκα τις σκάλες και έψαξα για την έξοδο του μαγαζιού μέχρι που μια ηλικιωμένη κυρία με δεμένα μαλλιά , εμφανίστηκε μπροστά μου

- Ψάχνεις κάτι ; με ρώτησε απορημένη 

- Την έξοδο  απάντησα ακόμα σχεδόν μισό κοιμισμένος 

Άφησε την σκούπα που κρατούσε διπλά στον τοίχο και με οδήγησε στην πιο κοντινή έξοδο, την ευχαρίστησα βιαστικά και μετά από λίγο περπάτημα βγήκα στον κεντρικό δρόμο . Τα παιδιά θα είχανε φτάσει σπίτι τους και εγώ δεν είχα άτομο να με γυρίσει σπίτι , δεν είχα πάνω μου ούτε χρήματα ούτε κινητό και κανένα απολύτως τρόπο να γυρίσω σπίτι μου

- Να σε πάω μια βόλτα ; με ρώτησε η Έλσα που κρατούσε το δερμάτινο μπουφάν μου με το δάχτυλο της με χάρη πίσω από τη πλάτη της 

- Αν δεν σου είναι κόπος , μουρμούρισα εγώ

Περάσαμε απέναντι από το δρόμο ταυτόχρονα και σταματήσαμε μπροστά από ένα μεσαίου μεγέθους λευκό αυτοκίνητο χωρίς οροφή , άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και κάθισα διπλά της λίγο μετά έβαλε μπρος και ξεκίνησε το αυτοκίνητο , μέσα στο αυτοκίνητο παρέμειναν και οι δυο σιωπηλοί . Αν ήταν ένας ακόμα μαζί μας θα έλεγε πως αυτή η ησυχία ήταν άβολη , περίεργη και αμήχανη άλλα κάθε άλλο μόνο αυτό δεν ήταν αντιθέτως απολαμβάναμε και οι δυο αυτή την καταλυτική ησυχία που επικρατούσε .

- Που να σε πάω ; με ρώτησε προσηλωμένη κοιτώντας ευθεία μπροστά στον δρόμο

Δεν ήθελα να πάω σπίτι . Σήμερα θα ερχόταν η ξαδέρφη μου από την Βαρκελώνη και δεν ήθελα να την συναντήσω . Δεν ήθελα να ξαναδώ πότε ξανά κανέναν συγγενή μου . Αυτή η κατάληξη σήμερα ήταν η τελεία ευκαιρία να την αποφύγω ίσως στην καλύτερη περίπτωση να βαριόταν να περιμένει και να έφευγε κιόλας , από οποία οπτική γωνιά και να το έβλεπε κάνεις ήταν αναμφισβήτητα μια καλή ευκαιρία

-  Θα με κεράσεις ένα καφέ ;  τη ρώτησα με παρακλητικό ύφος

- Δυστυχώς δεν έχω λεφτά  , άλλα ξέρω ένα μέρος που αν θέλεις μπορούμε να πάμε είπε με σταθερή φωνή

- Πάμε απάντησα , με αυτοπεποίθηση

Ένα αυθόρμητο στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε γύρω από την περιοχή των χειλιών της . Και πάτησε ελαφρά το γκάζι του αυτοκίνητου αφήνοντας ένα κύμα σκόνης  πίσω τους , κοίταξα έξω από το αυτοκίνητο . Είχαμε απομακρυνθεί πολύ από την πόλη βρισκόμασταν πλέον κοντά σε μια ερημική παράλια , μια ξεθωριασμένη ανάμνηση ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μου πριν από χρονιά ένα καλοκαίρι είχα έρθει εδώ με την μητέρα και τον πάτερα μου για μπάνιο . Είχα ξεχάσει τελείως την ύπαρξη αυτού του μαγευτικού μέρους ήταν μια από τις πιο όμορφες αναμνήσεις που είχα πριν τους χάσω για πάντα .

- Κατέβα , φτάσαμε είπε

Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της και αφέθηκε στο θαλασσινό αεράκι που φυσούσε ανέμελα τα μαλλιά της . Πέταξε τα παπούτσια της στην άμμο και ανέβηκε ξυπόλυτη στους  απόκρημνους βράχους της ακρογιαλιάς οπού έσκαγαν με ορμή τα κύματα της θάλασσας  πλησίασα προς το μέρος της με αργά  βήματα και κάθισα ανάμεσα στα φύκια και χρωματιστά κοχύλια οπού είχε ξεβράσει η φουρτουνιασμένη θάλασσα . Έμεινα εκεί καθισμένος πάνω στην άμμο να την χαζεύω άναυδος , έμοιαζε τόσο ελεύθερη , ίσως και το πιο ελεύθερο άτομο που είχα δει πότε στην ζωή μου .

- Θα κρυώσεις ! της φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα κοιτώντας προς το μέρος της . Όμως   δεν έδειχνε να με ακούει , κοιτούσε επίμονα το τοπίο που ξετυλιγόταν μπροστά της με μια δόση θλίψης στο βλέμμα της


Πλησίασα την Έλσα , ενώ ο αφρός τον κυμάτων χάιδευε απαλά τα ποδιά μου . Έκατσα διπλά της Τα δάχτυλα των χεριών μας ίσα που ακουμπούσαν το ένα το άλλο . Άλλα εγώ βαθιά μέσα μου ένιωθα μια ακατανίκητη επιθυμία να κρατήσω το χέρι της . Και μόνο στη σκέψη η καρδιά μου άρχισε να φτερουγίζει , ακούμπησε μαλάκα το κεφάλι της στον ωμό μου και χαζεύαμε και οι δυο το μαγευτικό τοπίο που ζωγραφιζόταν μπροστά μας

-  Δεν είναι όμορφος ο ουρανός ; με ρώτησε χαμηλόφωνα με ένα απλανές βλέμμα

Έγνεψα καταφατικά το κεφάλι μου , όμως στην πραγματικότητα δεν ήξερα τι ήταν πιο όμορφο το τοπίο; , ο ουρανός ή εκείνη ; που με μορφή νεράιδας σαν να είχε ξεφύγει από κάποιο παιδικό παραμύθι βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του . Γκρι σύννεφα σκέπασαν άγρια τον καθαρό ουρανό και σταγόνες βροχής που έπεφταν αντικατέστησαν τον ζεστό ήλιο, σηκωθήκαμε και με προσοχή και κατεβήκαμε από τα απότομα βράχια , μάζεψα τις γόβες της και τρέξαμε πίσω στο αυτοκίνητο όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε


Shattered dreamsWhere stories live. Discover now