Έχοντας την πρώτη ημέρα της στην Νέα Υόρκη να επαναλαμβάνεται στο μυαλό της, η Αλέξα προτίμησε να περιπλανηθεί στα δροσερά σοκάκια της πόλης.
Προσπαθούσε να βρει στον εαυτό της οποία δικαιολογία μπορούσε ώστε να αποφύγει να γυρίσει στην φοιτητική της εστία.
Τώρα κρατούσε την τσάντα της υπομαλης και ένα σορό σημειώσεις και φωτοτυπίες από το μάθημα.
Παρατηρούσε τον κόσμο που περνούσε βιαστικός από δίπλα της χωρίς να της δίνει σημασία.
Μια γλυκιά νοσταλγία κατέκλυσε την σκέψη της. Της έλλειψε για πρώτη φορά το σπίτι της, οι γονείς της και περισσότερο από όλους της είχε λείψει ο Λούκας. Μπορεί να ήταν η πρώτη μέρα μακριά τους αλλά η απόσταση και κυρίως η γνώση ότι τους εχει αποχωριστεί για πολύ καιρό την γέμιζαν απαισιοδοξία. Της ελλειπαν οι περίπατοι στο κέντρο του Λονδίνου, εκεί όπου όλοι ήξεραν το όνομα της, την ύπαρξή της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοντοσταθηκε στην άκρη του δρόμου. Ένιωσε θυμό προς τον εαυτό της που ενώ είχε καταφέρει να εκπληρώσει τον ισχυρότερο πόθο της, να γίνει δεκτή στη σχολή ιατρικής, τώρα αφέθηκε στην τρικυμία της απαισιοδοξίας της.
Δεν άργησε η στιγμή που ο θυμός έγινε πείσμα και αποφάσισε να περιορίσει αυτά τα συναισθήματα.
Η Αλέξα είχε μάθει να σκέφτεται και να αγαπά με το μυαλό της. Οι υποθέσεις καρδιάς δεν είχαν χώρο στη ζωή της.
Παραμέρισε λοιπόν όλες τις ανασφάλειες της και συνέχισε το βραδινό περπάτημα.
Μια κυρία με ένα περίτεχνο και αστείο καπέλο φαινόταν να παραπατάει δίπλα της.
Η Αλέξα δεν την είχε προσέξει από την αρχή, όταν όμως η εύσωμη γυναίκα την σκουντηξε σε ένα παραπατημα της, τότε την είδε.
Η σωματική της διάπλαση σε συνδυασμό με τον οκγο που της πρόσθετε τον καπέλο και το γούνινο παλτό της, έκαναν την Αλέξα να απορησει πως δεν την είχε παρατηρήσει νωρίτερα.
Η γυναίκα φαινόταν χλωμή και ταλαίπωρη.
Η Αλέξα επιβράδυνε το βήμα της.
Καθώς βρίσκονταν στο τελους του δρόμου, η παχουλή γυναίκα έπεσε αναίσθητη στο δάπεδο, σπάζοντας τα πεταμένα ξυλάκια και αφήνοντας έναν βαρύγδουπο να αναταρράξει την νυχτερινή σιγαλιά.
Η Αλέξα έτρεξε προς το μέρος της. Έβαλε τα δάχτυλα της στον λαιμό της γυναίκας προσπαθώντας να βρει παλμό. Μάταιο.
Για μια στιγμή έμεινε ακίνητη αντικρίζοντας την γυναίκα.
Την επόμενη στιγμή έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και τηλεφώνησε στο νοσοκομείο.
Ένιωσε να πανικοβάλλεται. Με το πέρασμα της ώρας η γυναίκα γινόταν όλο και πιο ωχρή.
Η Αλέξα τοποθέτησε τα χέρια της στην κορυφή του στέρνου της και άρχισε να την πιεζει με ολη της την δύναμη. Οι κινήσεις της ήταν γρήγορες και αλλεπάλληλες.
Όταν το ασθενοφόρο έφτασε, παρέλαβε την αναίσθητη γυναίκα και την συνέδεσαν με διάφορα μηχανήματα τα οποία η Αλέξα δεν είχε μαθει ακόμα να χρησιμοποιεί.
YOU ARE READING
THE SCREAM
Teen Fiction"Φύγε!", του φώναξε θυμωμένη όσο εκείνος της έπιανε τα χέρια. "Είσαι σίγουρη ότι αυτό θες;" Η φωνή του ήταν βαριά. "Ναι, θέλω να φύγεις από την ζωή μου" είπε η Αλέξα προσπαθώντας να ξεφύγει από τις λαβές του. "Δεν το θες αυτό και το ξέρω". Από τα μ...