Κεφάλαιο 2

38 10 0
                                    


Η θάλασσα ηχούσε μέσα από το κοχύλι που μου είχε χαρίσει ο παππούς, θυμόμουν ακόμη τα λόγια
του : "Αλέξανδρε να θυμάσαι, η θάλασσα θα είναι το μόνο καταφύγιο σου''. Ακόμη θυμόμουν το χρώμα των ματιών του, γαλάζιο και αθώο σαν μικρού παιδιού. Ο παππούς ήταν πολύ σοφός και ότι έλεγε το είχε μάθει από την ζωή. Οι βόλτες στην θάλασσα με βοηθούσαν να απομακρύνω για λίγο τον δαίμονα που φώναζε μέσα στο κεφάλι, κι αυτό ο παππούς το είχε καταλάβει.

Οι κρίσεις πανικού άρχισαν να γίνονται πιο συχνές, μέχρι και την ηλικία των δώδεκα, κανείς δεν ήξερε τίποτα πέρα από την οικογένεια μου, γιατί θα με έπαιρναν από αυτούς, έτσι μου είπαν.

   Πάντα μου έλεγαν πως είμαι ιδιαίτερος και ξεχωριστός, όμως η αντανάκλαση έλεγε άλλα. Το βράδυ φωνές βασάνιζαν το μυαλό μου, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή μέσα στο στήθος. Το κοχύλι του παππού ήταν πάντα κάτω από το μαξιλάρι, θυμίζοντας μου την γαλήνη της θάλασσας, όμως οι δαίμονες συνέχισαν να τριγυρνούν μέσα στις σκέψεις μου.

Η ανάμνηση εκείνης της βραδιάς μου προκαλούσε έναν περίεργο πόνο, έναν πόνο που δεν αισθανόμουν, αλλά υπήρχε. Ώσπου μετά από λίγο καιρό ένιωθα να χάνω τον έλεγχο. Η αδελφή μου η Αλίκη φοβόταν να κοιμάται μαζί μου στο ίδιο δωμάτιο μετά από εκείνο το βράδυ, γιατί την τρόμαζα, έτσι έλεγε στην μητέρα. Κανείς δεν ήξερε γιατί είχα τέτοιους εφιάλτες, αλλά και κάνεις δεν ήθελε να μάθει την αλήθεια. Η γιαγιά άρχισε να πηγαίνει όλο και πιο συχνά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου εκεί ο παπάς της έδινε λίγο αντίδωρο για να μου δίνει όταν γύριζα από το λιμάνι με τον παππού, πιστεύοντας πως θα έδιωχνε το "κακό".

𝕽𝖊𝖋𝖑𝖊𝖈𝖙𝖎𝖔𝖓Where stories live. Discover now