Εκείνος κι Εγώ (Μέρος 1ο)

24 4 0
                                    

   -Να με αγαπάς. Να με θυμάσαι. Σ΄αγαπώ. Αντίο. Για πάντα.

Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Έπειτα έκλεισε τα μάτια του και πέθανε, τόσο γαλήνια όσο είχε έρθει στην ζωή. Μου ήταν αδύνατο να μην κλάψω. Ακόμη κλαίω τα βράδια μονάχα, με κλάμα βουβό, σιωπηλό, από φόβο μην αντιληφθούν τίποτα οι άλλοι που μένουν μαζί μου στον ίδιο θάλαμο. Μες το μυαλό μου η εικόνα του, η φωνή του, μου γεννάει χίλιες αναμνήσεις. Τόσο στενά συνδεδεμένη η ζωή του με την δική μου, που θαρρείς έχασα ένα κομμάτι μου, το πιο σημαντικό. Γιατί, αν ήμουν εγώ που τον κρατούσα στην ζωή, ήταν αυτός που κρατούσε στη ζωή εμένα. Από εκείνο το βράδυ, μια νύχτα του Φλεβάρη ήταν, γλυκιά και ήρεμη, που η μάνα μου τον έφερε στη ζωή. Ήταν τότε που άκουσα για πρώτη φορά το κλάμα του και είδα τα γαλάζια του μάτια, τόσο όμορφα σαν τα κοίταζες, νόμιζες πως μέσα τους διαφαίνοταν ολάκερο το Αιγαίο.Τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα. Τον σήκωσα ψηλά προς τον ουρανό και προσευχήθηκα σ΄ένα αστέρι γι΄αυτόν. Για να βρει την ηρεμία και την ευτυχίαπου τόσο αναζητούσαμε όλοι μας σ΄αυτό το σπιτικό. Έπειτα τον κράτησα σφικτά, έκλεισατα μάτια μου και κοιμήθηκα...

         Θυμάμαι, ένα ηλιόλουστο πρωί ξύπνησα απ΄τις βροντερές φωνές του πατέρα μου. "Τι έκανε πάλι;" σκέφτηκα. και κίνησα για το κοτέτσι. Όσο έφτανα οι φωνές δυνάμωναν, μόνο που τώρα πια ο ήχος δεν ήταν καθαρός. Ανακατεύοταν με κλάμα και παρακαλητά. Γιατί τι άλλο του έμεινε να κάνει όταν ο πατέρας μου αλύπητα τον χτύπαγε απ΄το να κλαίει και να παρακαλάει για έλεος; Μα πότε ο πατέρας έδειξε έλεος; Ποτέ! Σε κανέναν και τίποτα! Και θα έδειχνε τώρα; "Πάρε αυτή, πάρε κι αυτή", του έλεγε  "για να μάθεις άλλη φορά ν΄αφήνεις ανοιχτό το κοτέτσι". Ώστε αυτό έκανε. "Μα πώς να το κλείσει καλέ πατέρα αφού δεν μπορεί, είναι μικρός;", ήθελα να πω, μα δεν το είπα. Φοβήθηκα. Όταν τον έδειρε και ξεθύμανε, έφυγε, λέγοντας του να μην έρθει για φαγητό αν δεν τις μαζέψει όλες τις κότες. Και πήγα εγώ και τις μάζεψα ώσπου έπεσε το δείλι. Γιατί αυτός, με τα μικρά του χεράκια, τα λεπτά του ποδαράκια, φιλάσθενος και αδύνατος, δεν θα μπορούσε. Και τον κορόιδευαν τα άλλα παιδιά έτσι που ήταν, κι ας ήταν λιγάκι ομορφούλης. Κι άκουγα συχνά τον πατέρα μου να λέει στην μάνα μου: "Ένα παιδί σου ζήτησα κι αυτό αγόρι. Κι εσύ, όχι μόνο μου έκανες το πρώτο παιδί κορίτσι, αλλά και το γιό μου φιλάσθενο και αδύνατο. Άχρηστη γυναίκα!". Αυτά της έλεγε κι εκείνη έσκυβε το κεφάλι και συνέχιζε να δουλεύει σιωπηλά στο υφαντό της, ανίκανη να μιλήσει και πληγωμένη. Άλλωστε γιατί να το κάνει; Και τι να πει; Μήπως έπαιρνε ο πατέρας μου από λόγια; Αλίμονο σε αυτόν που θα τολμούσε να του γυρίσει κουβέντα.

       Και έτσι τα χρόνια πέρναγαν. Κι εγώ μεγάλωνα, έφτανα τα δεκαεφτά. Και εκείνος μεγάλωνε. Και σιγά σιγά δυνάμωνε. Και ομόρφαινε. Δώδεκα χρονών πια, παλικαράκι σωστό. Εκείνη την χρονιά χάσαμε και τον πατέρα. Τσακώθηκε με κάτι φοροεισπράκτορες και πάνω στον καβγά ένας έβγαλε μαχαίρι και τον σκότωσε. Και ντύθηκε η μάνα μας στα μαύρα. Προσπαθούσε να κρύβει την λύπη της για να μας δώσει κουράγιο, αλλά τα κοκκινισμένα μάτιας της από το κλάμα μαρτυρούσαν την αλήθεια. Και ήρθε ο χειμώνας. Και έμεινε το σπίτι μας ορφανό να παραδέρνεται στον άνεμο. Πώς θα τρεφόμασταν; Πώς θα φροντίζαμε την άρρωστη μάνα μας; Μια ιδέα του γεννήθηκε:

- Να φύγουμε, μου είπε. Πάμε για δουλειά στην πόλη. 

- Τρελάθηκες; Μόνοι μας; Ένα νιάνιαρο ΄συ και μια κοπέλα ΄γω;

- Έλα, θα δουλέψουμε, θα δεις. Θα στέλνουμε και χρήματα στην μάνα. 

Και μ΄έπεισε. Και φύγαμε. Και περπατήσαμε μερόνυχτα για να φτάσουμε στην πόλη. Κι άμα δεν ήταν αυτός, πολύστροφος και πολυμήχανος, δε θα φτάναμε ποτέ - θα μας είχαν φάει οι λύκοι. Μα κι όταν φτάσαμε, δούλεψε στο λιμάνι αχθοφόρος, σκληρά σαν το σκυλί, για να μπορεί να ζει εμένα και τη μάνα. Κι εγώ ήθελα να δουλέψω μα ποιος μ΄έπαιρνε! Έτσι έμεινα στο δωματιάκι που νοικιάσαμε να περιμένω καρτερικά κάθε μέρα να φανεί, για να χαρώ την συντροφιά του. Και περνούσαν μέρες, μήνες χρόνια. Πάντοτε αργά και πάντοτε ίδια. Για μένα τουλάχιστον. Γιατί για εκείνον η κάθε μέρα ήταν διαφορετική. Άλλοι άνθρωποι, διαφορετικά κιβώτια, και μια θάλασαα άλλοτε γαλήνια, άλλοτε φουρτουνιασμένη. Αυτή ήταν η ποικιλία που η ζωή μπορούσε να του προσφέρει. Και η δουλειά τον ωρίμασε και τον δυνάμωσε περισσότερο. Εκεί στο λιμάνι, ανάμεσα στους εργάτες, τα καράβια, την θάλασσα και τον ουρανό, διαμόρφωσε προσωπικότητα και χαρακτήρα αποφασιστικό και διεκδικητικό. Ήξερε τι ήθελε και γι΄αυτό πολεμούσε.

         Και έγινε δεκαοκτώ. Και εγώ εικοσιτρία. Οι σειρήνες του πολέμου άρχισαν να ηχούν και ο κόσμος πανικόβλητος έτρεχε στους δρόμους. Έπρεπε να φύγει. Το ΄ξερα, μα ήταν πολύ νέος και ο μόνος που είχα μετά τον θάνατο της μάνας. Μα έπρεπε να φύγει...

          Κι έφυγε. Και κάπου μέσα μου ήμουν περήφανη γι΄αυτόν και ήξερα πως και οι γονείς μου θα ήταν αν τον έβλεπαν τώρα. Έμεινα μόνη. Μόνη να παρηγοριέμαι στην σκέψη πως με σκέφτεται. Πως με αγαπάει. Γιατί αυτό ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο δεν είχα αμφιβολία. Ακόμα και όταν τα εχθρικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν την πόλη, σκεφτόμουν : "Αν πεθάνω σήμερα, τουλάχιστον κάποιος που θα με αγαπάει θα κλάψει για μένα".

       

Μικρά ΔιηγήματαWhere stories live. Discover now